23/1/11

"Η χρονιά της πλημμύρας", Margaret Atwood



Υπάρχουν μερικά βιβλία που αξίζει ο κόπος να τα διαβάσεις στο πρωτότυπο. «Η χρονιά της πλημμύρας» είναι σίγουρα ένα από αυτά. Δεν ευτύχισα να το διαβάσω στα Αγγλικά και στεναχωριέμαι. Όσο καλή κι αν είναι η μετάφραση, πολύ θα ήθελα να ξέρω πως πραγματικά ονόμασε τους ρακουνασβούς ή τους λεοντοαμνούς η ίδια η συγγραφέας. Η Μάργκαρετ Άτγουντ ανέβηκε ψηλά στην εκτίμηση μου από τότε που διάβασα το «The handmaid’s tale». «Η χρονιά της πλημμύρας», δεν φτάνει στα επίπεδά του, είναι όμως ένα εξαιρετικό βιβλίο, ευκολοδιάβαστο παρά τον όγκο του και δείχνει πως η συγγραφέας ξέρει καλά πώς να χτίσει μια ιστορία.

Σε ένα μάλλον όχι πολύ μακρινό μέλλον, οι δυο αφηγήτριες, η Ρεν και η Τόμπι, επιβιώνουν της Άνυδρης Πλημμύρας, μιας πανούκλας που σκότωσε ό,τι βρήκε στο διάβα της. Με συνεχή φλας μπακ στο παρελθόν μαθαίνουμε πως ήταν και οι δυο μέλη μιας χορτοφαγικής αίρεσης, των Κηπουρών, που σε έναν κόσμο που η μετάλλαξη είχε καταντήσει η νόρμα, επιθυμούσε μια πιο φυσική ζωή, αγαπούσε τα ζώα, τα μανιτάρια- και τα παραισθησιογόνα- τις μέλισσες και κήρυττε μια μπερδεμένη θεολογία με Αγίους όπως ο Αλεξάντερ Ζαβανόσκι, φυσιοδίφης του 18ου αιώνα, η Κάρεν Σίλκγουντ, υπάλληλος σε πυρηνικό εργοστάσιο που "πέθανε σε αυτοκινητιστικό" ενόσω πήγαινε να κάνει αποκαλύψεις σε ένα δημοσιογράφο, ο Γκουτάμα Βούδας κτλ. Σε αυτόν τον κόσμο κουμάντο έκανε το Σωμάτων Σωμάτων, η ιδιωτική αστυνομία που προστάτευε τους νταβατζήδες, υποστήριζε τα δίκαια των ισχυρών και έστελνε όποιον την δυσκόλευε στην Αλγόσφαιρα, όπου είχες δυο επιλογές ή να πεθάνεις επιτόπου, ή να μπεις σε μια μάχη με άλλους κατάδικους κι αν επιβιώσεις επιβίωσες.

Η δυστοπία της Άτγουντ, με τα παράξενα ζώα, τα πρόβατα Μο-χερ με τα ασημιά και ροζ μαλλιά, τα γουρούνια με το ανθρώπινο μυαλό, τους λεοντοαμνούς, που είναι και πρόβατα και λιοντάρια είναι μια υπερβολή για το τί μπορεί να κάνει η βιοτεχνολογία και η πλήρης παράδοση στο χρήμα. Παραδόξως όμως αυτή η υπερβολή δεν απέχει πολύ από το να γίνει η πραγματικότητά μας.


"Η χρονιά της πλημμύρας", Margaret Atwood, μετ. Μπελίκα Κουμπαρέλη, εκδ. Ψυχογιός, 2010

19/1/11

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: "Τι ωραίο πλιάτσικο", Jonathan Coe


Με εμπνευσμένο τίτλο, τόσο στην ελληνική μετάφραση «Τί ωραίο πλιάτσικο», όσο και στο Αγγλικό πρωτότυπο «What a carve up», αυτό είναι το βιβλίο του Τζόναθαν Κόου που αξίζει να διαβάσει κανείς αν θέλει να έχει μια ιδέα για την ουσία του συγγραφέα. Αν και έχω απολαύσει όλα του τα μυθιστορήματα, το «Πλιάτσικο» είναι το πιο γεμάτο, ολοκληρωμένο και χαρακτηριστικό. Μέσα από το βρετανικό του χιούμορ- στις καλύτερες στιγμές του- ο Κόου πιάνει το στίγμα μιας ολόκληρης δεκαετίας, τουλάχιστον για την Βρετανία της Θάτσερ.

Σε ένα άσυλο κάπου στην εξοχή η Ταμπίθα Γουίνσλο δίνει εντολή σε έναν άνεργο συγγραφέα να γράψει τη βιογραφία της οικογενείας της. Αυτός στην αρχή καταπιάνεται με ενθουσιασμό, μετά πέφτει σε κατάθλιψη και ξεχνά το βιβλίο, μέχρι να τον βγάλει από το βύθισμα η όμορφη γειτόνισσά του δέκα χρόνια μετά. Έτσι γνωρίζει μια σειρά από χαρακτήρες που βγήκαν από τη Δυναστεία. Από όλα έχει οικογένεια, τον γαιοκτήμονα αδελφό, τον τραπεζίτη, τον φαύλο πολιτικό που κατέστρεψε το σύστημα υγείας, την ανήθικη παραγωγό τροφής, όλους ανθρώπους που νοιάζονται μόνο για το χρήμα. Αλλά και τον αλτρουιστή αδελφό που σκοτώθηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – υπάρχουν υποψίες πως τον «έδωσε» ο κακός πρωτότοκος αδελφός του- και αυτόν που αποστασιοποιήθηκε και στο τέλος θα δώσει τη λύση, και φυσικά την Ταμπίθα που την έκλεισαν σε άσυλο. Α, στην ιστορία κάποια στιγμή μπλέκει κι ένας ντετέκτιβ- ανθρωπάκι που εξηγεί στον άνεργο συγγραφέα τί σχέση έχει αυτός με όλα αυτά.

Κοινώς ένα βιβλίο με τα όλα του, εξαιρετική πλοκή, χιούμορ, ανάσες, ροή και ταυτόχρονα μια τοιχογραφία από ανθρώπους, θέματα και καταστάσεις που θα έχουμε να τα λέμε στα παιδιά μας.

"Τι ωραίο πλιάτσικο", Jonathan Coe, μετ. Τρισεύγενη Παπαιωάννου, εκδ. Πόλις, 1997, σελ 525


15/1/11

Η ανισότητα της ευτυχίας

Σήμερα αποφάσισα να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο που έγραψα στα 26 μου, κοντά 7 χρόνια πριν, σε μια εποχή ευμάρειας, για να αποδείξω σε όλους, στον εαυτό μου κυρίως, πως όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Μεγαλώνοντας αποκτάς ίσως λίγη περισσότερη ταπεινότητα ή υπομονή. Αλλά αυτό είναι όλο, τα θέλω παραμένουν τα ίδια.

" Ξύπνησα πάλι με την κούραση να ταλανίζει τα μέλη μου. Δε επιθυμώ να σηκωθώ από τη ζεστασιά του κρεβατιού, να αναλάβω τις ευθύνες μου, να αντιμετωπίσω την καθημερινότητα στην πιο αγνή και άγρια από τις μορφές της. Κι αν εγώ, που η τύχη, η μοίρα, το ριζικό ή τέλως πάντων κείνο που καθορίζει το βίο μας με προίκισε με τόσα θαυμαστά προικιά, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη ζωή, τότε δεν θέλω καν να σκεφτώ τί μπορεί να συμβαίνει σε αυτούς που γεννήθηκαν με λιγότερα τα εφόδια.

Ένας αντιπαθής σοφός κάποτε είπε «μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι.» Αλλά εγώ αδυνατώ να κατανοήσω αυτή την αλήθεια. Εάν και εφόσον είναι η αλήθεια. Πώς αντιλαμβάνεται άραγε τον κόσμο, κάποιος από όλους αυτούς τους κακόμοιρους που δε μπορούν ούτε τα απλά πράγματα στη ζωή να κατανοήσουν; Κι αυτός ο ταλαίπωρος, που γεννήθηκε μέσα στη φτώχια, με μειωμένη αντίληψη, που γέννησε παιδιά που τίποτα δεν τους προσέφερε, που τίποτα δεν του προσέφεραν, αυτός που δε μου μοιάζει διόλου, πώς μπορεί να είναι ευτυχέστερος από εμένα; Γιατί του φτάνει εκείνου η ζωή του, γιατί ζηλεύει τη δική μου; Κι εγώ, γιατί δε μπορώ να ξυπνήσω τα πρωινά με ελαφρή τη συνείδηση, με ελαφριά την ψυχή;

Η ευτυχία της ανισότητας, ο θαυμαστός τρόπος με τον όποιο διαφέρουμε ο ένας από τον άλλο, που είναι αγαστός για όλα τα άλλα, είναι ο μεγαλύτερος φασισμός αυτής της ιστορίας. Αν γεννιόμασταν όλοι με τις ίσες δυνατότητες, αν γεννιόμασταν όλοι ίδιοι, ο ανθρώπινος κόσμος θα ήταν το πιο ανιαρό μέρος τούτου του πλανήτη. Και το πιο δίκαίο στη μοιρασιά της χαράς. Την ανορθογραφία αυτή της φύσης, δεν μπορεί δυστυχώς να την ανασκευάσει μια κοινωνία που πλάστηκε από κείνους που γεννήθηκαν με περισσές τις δυνατότητες. Μια κοινωνία, πάντως, που τους εξαιρετικά διαφορετικούς, τους ιδιαίτερα ικανούς, τους απομονώνει γιατί δε μπορεί να τους χρησιμοποιήσει. Αυτή η κοινωνία, «του προικισμένου μέτριου» δε μπορεί να ανεχθεί τα πάντα και γι’ αυτό δε μπορεί να προσφέρει ευτυχία.

Η ανελευθερία μας ξεκινά εκεί που τελειώνει η ανελευθερία του διπλανού μας. Η ανικανότητα για ευτυχία ξεκινά από το φασισμό της σύμβασης. Από όλα αυτά που προσδοκούν όλοι όσοι μας νοιάζονται. Η αγάπη καθίσταται έτσι το βασικό εμπόδιο για να φτιάξουμε κάτι διαφορετικό και μεγαλειώδες. Τα συναισθήματα εν γένει.

Ο οίκτος που μου προκαλούν τα παιδιά στα φανάρια, που γεννήθηκαν θαρρείς σε έναν άλλο ουρανό, δε μετριάζει τον οίκτο που νιώθω για μένα. Αν και θα έπρεπε. Με οικτίρω για όλα αυτά που ροκανίζουν τις πολύτιμες μέρες μου. Που συμβατικά με ακουμπούν σε κάποιο μεσαίο κοινωνικό στρώμα, μου δίνουν φαΐ και στέγη και την ανάγκη να διεκδικήσω την αγάπη. Ο οίκτος μου ξεκινά από το γεγονός πως δεν μπορώ να απελευθερωθώ από τα δεσμά της. Δε μπορώ να απελευθερωθώ από τους άλλους.

Γεννήθηκα με τη φαρέτρα μου δυνατή. Κάθε φορά που αρνούμαι κάποιο από τα βέλη μου να το χρησιμοποιήσω, οι γύρω μου ενίστανται. Οι γύρω μου απορούν. Γιατί δεν δαπανώ όλες μου τις δυνάμεις για να αποκτήσω αυτά που τους φαίνονται σημαντικά. Αλλά δεν είναι. Γιατί εξισώνομαι με τον καθένα που δεν έχει τα δικά μου εφόδια. Αναρωτιούνται. Πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένος κείνος που καταφέρνει τόσο λιγότερα από μένα; Πώς είναι δυνατό κείνος ο «φτωχός τω πνεύματι» να κοιμάται ακόμα κάτω από τον ίδιο ουρανό;

Θα ήθελα να μη με νοιάζει και να μη με αφορά η γνώμη των οικείων μου. Θα ήθελα τα προικιά μου να τα αφήσω να πάνε στράφι. Να σηκώσω την παντιέρα της ελευθερίας. Να διαδηλώσω το δικαίωμα στην τεμπελιά και στην αεργία. Το δικαίωμα που μου δίνει η εξαιρετικότητα. Δυστυχώς τα θέλω μου είναι υπερβολικά μικρά, μπροστά στην αγάπη που κρύβει η καρδιά μου.

Θα σηκωθώ και σήμερα. Θα πάω στη δουλειά. Να βοηθήσω τους ακατανόητους αναξιοπαθούντες. Που συνεχίζουν να υπάρχουν, αν και απέχουν από μένα. Που συνεχίζουν να αντεπεξέρχονται, σε μια κοινωνία που δε φτιάχτηκε για αυτούς. Που συνεχίζουν να φυτοζωούν. Μαζί τους φυτοζωώ κι εγώ. Γιατί δε με αφήνουν να τους μοιάσω.

Η μη πολιτική ορθότητα των λογισμών, η έπαρση και η αλαζονεία, διόλου δε μειώνουν την ένταση των λεγομένων. Σηκώνω το λάβαρο της επανάστασης. Διεκδικώ τη ζωή που ελπίζω. Μια φρικτή αιματοβαμμένη σημαία απιθώνω στο φέρετρο με τα όνειρα των άλλων για μένα. Και ξεκινώ για το ταξίδι της ευτυχίας."

6/1/11

"Κάιν", José Saramago




Ξεκίνησα να διαβάζω τον «Καιν» με αληθινό ενθουσιασμό. Εκτός από τους καθαρά συναισθηματικούς λόγους – ο Σαραμάγκου είναι από τους πολύ αγαπημένους μου συγγραφείς, ο πρόσφατος χαμός του με συγκλόνισε, αυτό είναι το τελευταίο του βιβλίο- το θέμα είναι, για μια μικρή αθεΐτσα σαν μένα, αβανταδόρικο.

Ο Σαραμάγκου επιλέγει για ήρωα του τον Καιν, τον αδελφοκτόνο, για να ξαναγράψει επεισόδια της βίβλου, από την αρχή της, από την έκπτωση του ανθρώπου από τον παράδεισο μέχρι το τέλος. Στην αρχή η στρέβλωση αυτών των γνωστών ιστοριών είναι διασκεδαστική και γοητευτική, από τα μέσα όμως του βιβλίου και μετά άρχισε να με κουράζει. Ίσως φταίει η όλο και μεγαλύτερη αδιαφορία μου για τα «θεία».

Αν εξαιρέσει πάντως κανείς τα προσωπικά του καθενός με το θεό ή την αθεΐα του, αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για ένα άρτιο, αρτιότατο βιβλίο. Γραμμένο με τον προσωπικό τρόπο του συγγραφέα, με την γνωστή του ιδιοτροπία στη στίξη και τη σύνταξη, περνά μηνύματα εκεί που πρέπει, με μια ειρωνεία σοβαρή άλλοτε και κάποτε παιχνιδιάρα. Με λίγα λόγια συνηθισμένος Σαραμάγκου, πάντα πολύ λίγο μακριά από το τέλειο.