31/10/11

είν' ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός


Έχω, σε γενικές γραμμές, μια κάπως ασαφή αίσθηση του χρόνου, όπως όλοι οι άνθρωποι. Άλλοτε επιμηκύνεται η στιγμή, άλλοτε συρρικνώνεται ο χρόνος. Είναι ο τρόπος  του εγκεφάλου να συλλέγει πληροφορίες τέτοιος που απορρίπτει τη συνέχεια, κατακερματίζει το μεγάλο, το αποθεώνει στις λεπτομέρειες. Αν στην εφηβεία μου με ρωτούσες τι είναι ένας τριανταπεντάρης θα σου απαντούσα οικογενειάρχης μεσήλικας. Αν τότε με ρωτούσες αν θα κάνω παιδιά, θα σου απαντούσα πως αυτό προβλέπεται για το τέλος της ζωής μου, δηλαδή τα τριάντα. Ε, λοιπόν, τα πάντα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο και στα τριάντα ήμουν έγκυος. Όμως ο χρόνος έχει μια τάση να μας κρύβεται για να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στην καθημερινότητα, να τη διευρύνουμε. Αν με ρωτήσεις τώρα θα σου πω πως στα σαράντα ο άνθρωπος είναι ένας μεσήλικας οικογενειάρχης. Μάλλον σε εφτά χρόνια θα έχω άλλη άποψη.

            Ένα από τα θέματα που πάντα απασχόλησε όλους όσους γράφουν κι όσους δεν- υποψιάζομαι μάλιστα πως πρόκειται για το θεμελιώδες ερώτημα όλων των τεχνών- είναι η διαχείριση αυτού του χρόνου ως και το θάνατο. Αυτό σε σχέση με την δυο πρωταρχικά ένστικτα του ανθρώπου, την αναπαραγωγή και την ανάγκη για σταθερότητα. Με λίγα λόγια η ρουτίνα επιμηκύνει ή μικραίνει το χρόνο ως το τέλος. Η σταθερή βάση του χρόνου, θα κάνω «αυτό», «τότε», «με αυτόν τον τρόπο», επινοήθηκε γιατί πηγάζει από μέσα μας, είναι μέσο επιβίωσης. Από την άλλη η ατέρμονη διαδοχικότητα ημερών που μοιάζουν η μια στην άλλη, τροφοδοτεί έναν μηχανισμό λήθης. Έτσι αν η ρουτίνα είναι η βασική γραμμή ευτυχίας, τότε οι διακυμάνσεις μόνο καταγράφονται, διαφορετικά αφήνεσαι στη ροή της και βρίσκεσαι στο τέλος της ζωής σου, δηλαδή στα τριάντα.

             Κάποτε με την κολλητή μου φιλενάδα μοιραζόμασταν ένα μονό κρεβάτι τα βράδια για να μιλάμε ψιθυριστά ως το πρωί. Τότε στα είκοσι μας ακόμα είχε την αίσθηση πως η ρουτίνα της θα ήταν τέτοια που θα δυσκολευόταν να κάνει παιδία πριν τα τριανταπέντε. Έκανε λάθος. Όπως οι στιγμές καταγράφονται, το ότι ο άνθρωπος με τον οποίο νιώθω κατά καιρούς  την ελευθερία να είμαι τόσο θυμωμένη μαζί του όσο και με τη μάνα μου, γινόταν χθες μανούλα, έκανε τη μέρα αφόρητα μεγάλη, σχεδόν υστερικά αγχωτική. Από την άλλη μπορεί να έφταιγε απλά η αλλαγή των ρολογιών.

27/10/11

Της φούσκας το κάγκελο


Δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τα εκδοτικά πράγματα, δεν έχω φίλους, δεν είμαι στο σινάφι, αλλά θα ήθελα να είμαι- να εξηγούμαστε. Από αυτά που ακούω αλλά και από το σχόλιο της Ευγενίας Φακίνου «Οι εκδότες είχαν ζήσει κι αυτοί μία φούσκα, πριμοδότησαν το ευτελές, δημιουργώντας ένα κοινό που ίσως δεν είχε ξαναδιαβάσει βιβλίο, αλλά που δυστυχώς έμεινε σ' αυτό το επίπεδο και δεν προχώρησε ένα σκαλάκι παραπάνω." που μου έστειλε η Ελένη Καπετανάκη στο Διαβάζοντας υποψιάζομαι πως κάτι καλό μπορεί να βγει μέσα από την κρίση για το βιβλίο. Μπορεί εκδοτικοί οίκοι με τηλεοπτικές αβάντες, λέω εγώ τώρα, να σταματήσουν να εκδίδουν το ένα μελό ευπώλητο μετά το άλλο. Κι έτσι κάποιες κυρίες να αναγκαστούν να ακολουθήσουν έναν από τους δυο δρόμους, είτε να σταματήσουν να διαβάζουν γιατί δεν υπάρχουν πια οι γνωστές αισθηματικές τους ιστορίες- πράγμα που απεύχομαι, είτε να ανακαλύψουν τα πραγματικά βιβλία. Δεν λέω φυσικά να αρχίσει μια θιασώτρια της «ροζ» λογοτεχνίας να διαβάζει αστυνομικά, πάντα στο είδος που την ευχαριστεί, αλλά να συνεχίσει με πραγματικά βιβλία γραμμένα από καλλιτέχνες. Κι ας έχει ο όρος ευτελιστεί γιατί τον χρησιμοποιούν σωρηδόν οι σκυλοπόπ γλάστρες. Γραμμένο τέλως πάντων από άνθρωπο που ήθελε να καταθέσει την ψυχούλα του κι όχι τσεκ στον τραπεζικό λογαριασμό του. Κατ’ ανάγκη. Δεν έχω τίποτα με την εμπορική επιτυχία, αρκεί να μην είναι σκέτο εμπόριο.

26/10/11

Περί καταθλίψεως


Είναι μια αίσθηση που με κυνηγάει τον τελευταίο καιρό που με κάνει να μένω θεατής, περιχαρακώνομαι σε αυτά που θέλω να προστατέψω, τα άλλα μένουν απέξω, σχεδόν με εξουθενώνει να τα παρακολουθώ. Αλλά δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Δεν γράφω και δεν διαβάζω ( τρία αρχινισμένα βιβλία στο κομοδίνο μου, όταν ένα από αυτά είναι το «Χιόνι» του Παμούκ μάλλον είναι ρεκόρ ακεφιάς). Οι φίλοι μου με έχουν χάσει, πάντα με βάραιναν τα τηλέφωνα, αλλά τώρα με δυσκολεύουν περισσότερο. Η καλύτερη μου φίλη κοντεύει να γεννήσει κι εγώ δεν είμαι κάθε μέρα στο τηλέφωνο μαζί της. Περίεργα πράγματα. Αλλά και η διαδικτυακή μου ζωή το αντανακλά, μπαίνω λάθρα στα γκρουπ που με αφορούν στο Facebook – παρεμπιπτόντως αν ακόμα δεν έχετε ανακαλύψει το ΤΙΔΑΜΕΛΕε; μάλλον πρέπει να το κάνετε πάραυτα- διαβάζω σχόλια, δυσκολεύομαι να πω μια κουβέντα.  Δεν θέλω να συμμετέχω. Και το μπλογκ υποφέρει, φυσικά. Έλαβα ένα mail από μια πολύ ευγενική, άγνωστή μου, κυρία τις προάλλες που μου ζητούσε να συνεχίσω, που με ευχαριστούσε που υπήρχε αυτός ο ιστοχώρος. Μου έφτιαξε το βράδυ μου, ίσως και τις επόμενες μέρες μου. Αυτό το συναίσθημα μάλλον δεν πρέπει να ξεχνάω,  τη χαρά της επικοινωνίας. Αναδύομαι. Αν υπάρχει απόφαση σε αυτό που νιώθω, τότε είναι όλη δική μου να την πάρω.

12/10/11

Βιβλιοπροτάσεις: "Το Κιβώτιο", Άρης Αλεξάνδρου


Υποψιάζομαι πως- χωρίς να είμαι φιλόλογος και να θέλω ποτέ να γίνω- κάθε χρόνο στην Φιλοσοφική Αθηνών μια πτυχιακή εργασία θα είναι για το «Κιβώτιο», ίσως και μια διατριβή. Κι αν δεν είναι έτσι τα πράγματα θα έπρεπε, γιατί στο ένα και μοναδικό του μυθιστόρημα, ο Άρης Αλεξάνδρου τα έκανε όλα, έγραψε ένα συναρπαστικό βιβλίο, με μια σύγχρονη και για τα ελληνικά δεδομένα ριζοσπαστική αφήγηση και την εξυπνότερη δημοτική ελληνική γλώσσα που έχω συναντήσει.

Μια ομάδα 40 ατόμων ξεκινά να πάει το κιβώτιο από την πόλη Α στην πόλη Β, μοναδικός επιζών στο τέλος της διαδρομής είναι ο αφηγητής, που στέλνει επιστολές σε έναν αφανή ανακριτή. Για το Κιβώτιο, την αποστολή, τον αφηγητή, δεν ξέρουμε τίποτα ή νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα. Κι εδώ τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν ενδιαφέρον, ως προς τα όρια της αλήθειας, του ανθρώπου απέναντι στους μηχανισμούς και την εξουσία, τα παιχνίδια του μυαλού του και την ύπαρξη.

            Θα ήμουν αν μη τι άλλο αφελής να πιστέψω πως θα μου επιτρεπόταν μια συνολική ανάλυση του «Κιβωτίου» και για αυτό δεν θα την επιχειρήσω. Διαπιστώνω πως δεν υπήρξε συνεχιστής του Αλεξάνδρου, έμεινε το «Κιβώτιο» μια φωτεινή εξαίρεση στη μετριότητα. Ακόμα καταλαβαίνω πως ένα μεγάλο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού αγνοεί την ύπαρξή του. Για αυτό σήμερα ξύπνησα με την φοβερά πρωτότυπη ιδέα να προτείνω το «Κιβώτιο», γιατί έστω κι ένας σκεπτόμενος αναγνώστης να μην το έχει διαβάσει και να παρακινηθεί από αυτόν τον ιστοχώρο, αξίζει τον κόπο του.

"Το κιβώτιο", Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Κέδρος, 1998, σελ. 358

9/10/11

Γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ


Νιώθω μια αναθεματισμένη κούραση στα κόκκαλα μου, που δε λέει να γιατρευτεί. Νιώθω τα χρόνια μου να βαραίνουν, να γίνονται μια μεγάλη γροθιά, να με γρονθοκοπούν, νιώθω γριά με λίγα λόγια. Μπλεγμένη ανάμεσα στις γενιές της αγίας ελληνικής οικογένειας, βγαλμένη κακιά μάγισσα από το παραμύθι, πάντα κάποιος κάτι έχει να λέει πως δεν έκανα. Θα σας πω τι δεν έκανα, δεν έκοψα ποτέ τον ομφάλιο λώρο μου, δεν μπήκα ή δεν βγήκα από τα καλούπια τους. Και τώρα είμαι μετέωρη, ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε ανήκω- γιατί δεν μπορώ- ούτε δεν ανήκω- γιατί δεν θέλω, τους αγαπάω. Υπάρχει κανείς που να ανήκει πλήρως στην οικογένεια του, να είναι αναπόσπαστο μέλος της, μάλλον μόνο τα παιδιά, όσο είναι ακόμα παιδιά.

            Θα πω και κάτι άλλο ανίερο, την δική μου οικογένεια, την στενή, στενότατη, με τον άντρα και το παιδί μου, δεν την νιώθω έτσι. Μάλλον γιατί εδώ εγώ βάζω τους κανόνες. Κακά πλάσματα οι άνθρωποι, πάντα κάποιον θέλουν να εξουσιάζουν. Την στενή μου οικογένεια ποτέ δεν την ένιωσα βάρος να με πλακώνει, πάντοτε την ένιωσα χαρά. Αλλά από την άλλη υποψιάζομαι πως για το παιδί μου, αυτή η ίδια οικογένεια σε καμιά δεκαριά χρόνια θα είναι θηλιά, μόνον καθήκον, και ηθικές υποχρεώσεις. Αυτός, όσο κι αν με πονάει, ελπίζω να βρει τα κότσια να ανεξαρτητοποιηθεί. Εγώ έφτασα ως εδώ, τουλάχιστον να μπορώ να ορίζω το σπίτι μου και το παιδί μου, κι ας μην ορίζω τη ζωή μου. Κάτι είναι κι αυτό. Το ένα μου πόδι είναι έξω από τον κλοιό, το άλλο στο δίχτυ. Εκείνος ας σταθεί στα δυο του πόδια μόνος.