30/3/12

"Πίσω από την πόρτα"




Πίσω από την πόρτα, υπάρχει ένα παράθυρο. Αυτά είναι γελοιότητες. Ένα-δυο ένα. Πίσω από την πόρτα, αν ποτέ ανοίξει, υπάρχει η ζωή μου. Δεν την διάλεξα, μην ρωτήσετε αν τη διάλεξα, γιατί θα έπρεπε τόσες αιώνες ανθρωπότητα να σας είχαν μάθει πως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Πάντοτε ζήσαμε όπως τα βρήκαμε. Πίσω από την πόρτα είναι η ζωή μου.

            Ανέβηκε με κόπο στην ταχεία λωρίδα κυκλοφορίας, κάτι τέτοιες ώρες πρωινές η διαδρομή για τη δουλειά τής έφερνε ναυτία, ένας λόγος παραπάνω αυτόν τον καιρό. Κοίταξε γύρω της, οι άνθρωποι ή είχαν συνηθίσει την ταχύτητα ή δεν είχαν άλλη επιλογή. «Καλύτερα τώρα, παρά τότε που σπρωχνόμασταν», έλεγε ο πατέρας. «Τώρα ανεβαίνεις σε μια λωρίδα μηχανοκίνητη και σε πάει όπου θες, σε όποια ταχύτητα θες». «Ναι, αλλά προκαθορισμένη ταχύτητα, λείπουν οι ενδιάμεσες επιλογές», του έλεγε κι αυτός κούναγε το κεφάλι με αγανάκτηση.

            Με δυσκολία κατάφερε να πηδήξει στην πόρτα του μεγάλου γυάλινου ουρανοξύστη. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, κι όμως ακόμα να συνηθίσει το ύψος των κτηρίων. Γαμημένη Ελλάδα, πάντοτε στο αίμα του μετανάστη της όγδοης γενεάς, και τα τρισέγγονά της θα νοσταλγούσαν την ανύπαρκτη πατρίδα. Δεν τα καταλάβαινε τα πολιτικά, ούτε ήθελε να τα καταλάβει, τρεις δεκαετίες εμφύλιου όμως ήταν πολλές ακόμα και για χώρα Αφρικανική. «Καλά που ο πατέρας την έκανε νωρίς, στις αρχές του 2020.»

            Της φαινόταν τόσο μακρινή αυτή η ημερομηνία, σαν μια άλλη ζωή. Ήταν μια άλλη ζωή, μιας και δεν την είχε ζήσει. Γάμησε με, σκέφτηκε στα ελληνικά, μια πατρίδα ανύπαρκτη. Γάμησε με κι άλλο, λες και δεν έχω αρκετά στο κεφάλι μου για να αισθάνομαι και ξεριζωμένη, γαμώ την πουτάνα μου. Μπήκε στο γραφείο σκεφτική, αμέσως όλοι άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν μόλις την είδαν. Ήταν τριάντα κι ακόμα δεν είχε διαλέξει σύντροφο, αυτό ήταν σκάνδαλο. Δεν είχε μπει στον κόπο να πάει στον Υπολογιστή παρά δυο τρεις φορές. Ήξερε τι ψιθυριζόταν πίσω από την πλάτη της, πως ήταν Παρθένα. Αλλά δεν ήταν, σιχαινόταν τη συντηρητική κάστα τους, την απολυτότητα της παρθενίας τους, λες κι ήταν ο υμένας τους το σημάδι του θεού επί της γης. Είχε χάσει την παρθενιά της χρόνια τώρα, αν και ο Παρθενικός Υμένας δεν ήταν προϋπόθεση για να μπεις στις Παρθένες. Η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει, όπως κάθε πρωί, και φάνηκαν τα δόντια της, κάπως αλογίσια. Η βοηθός της την καλημέρισε, θα ήταν μια δύσκολη μέρα.

            Ζε πενάς, ζε πενάει, ατό, ατό το αεροπανάκι δεν πενάει, πέφτει, πέφτει, πέφτει. Πίσω από την πόρτα είναι ένα παράθυρο, αν το ανοίξεις θα μπει το φως του ήλιου και θα καείς. Πίσω από την πόρτα σιγοβράζει μια ατελείωτη καζάνα με ανθρώπους. Τα παίρνουν μακριά.

            Ο καφές της φάνηκε πικρός, σχεδόν θέλησε να κάνει εμετό, αλλά αντιστάθηκε. Δε μπορούσε να δώσει ούτε μια αφορμή για σούσουρο μέχρι να αποφασίσει τί θα κάνει. Αν γεννούσε αυτό το παιδί, πέρα από τη σιλουέτα της, που φτιάχνονταν εύκολα, δεν είχε τίποτα να χάσει. Το στάτους της μητέρας που γέννησε ένα παιδί εκτός γάμου θα την εξύψωνε στη δουλειά, το μωρό θα το έβλεπε λίγες ώρες, όπως όλες οι μανάδες, θα το αγκάλιαζε, θα το κανάκευε, το μεγάλωμα θα το αναλάμβαναν  άλλοι.  Δεν μπορούσε να καταλάβει τί την εμπόδιζε. Χώθηκε στους ώμους της και στις προσφορές για να μην το σκέφτεται, θα το σκεφτόταν το βράδυ στο σπίτι. Ίσως να ήταν αναγκασμένη να ξαναπάει στον Υπολογιστή, να υποστεί μια ακόμα ήττα. Μα πιθανότατα ούτε αυτό θα ήταν αναγκαίο, μια ανύπαντρη μητέρα είχε τις καλύτερες προοπτικές ανέλιξης, πολύ γκλάμορους. Μπήκε στην τουαλέτα κι έβγαλε τα άντερά της, με προσεκτικές κινήσεις σκούπισε όλα τα σημάδια, χαμογέλασε στην ιδέα πως η μαμά της πέρασε μια ολόκληρη ζωή σαν καθαρίστρια για να μπορεί εκείνη να τώρα να στέκεται σε αυτόν τον πύργο και να διατάζει. Είχε να δει καιρό τους δικούς της και της έλειπαν τα ελληνικά. Δεν είχε νέα και από την πατρίδα.

            Το βράδυ έφαγε κάτι ελαφρύ και κάθισε στο κρεβάτι με τον αναγνώστη της. Την κορόιδευαν για αυτόν τον αναγνώστη γιατί τον είχε τουλάχιστον μια δεκαετία και σχεδόν δεν έβρισκες πια ανανεώσεις για το λειτουργικό του, όμως ήθελε να διαβάζει τα βιβλία της από τις φθαρμένες του εκδόσεις, δεν ήθελε να πάρει καινούργιο. Χάιδεψε την φωτιζόμενη οθόνη του, την αγαπούσε τη βιβλιοθήκη της κι ας επέμεναν όλοι πως ένα ξεσκαρτάρισμα που και που δεν έκανε κακό. Μια έκτρωση θα φαινόταν χάλια στο βιογραφικό της, κάπως σαν επαγγελματική αυτοκτονία.

            Ξύπνησε ζαλισμένη από τα αναισθητικά. Δίπλα της είχαν βάλει μια κούνια με ένα ανθρώπινο πλάσμα βία τρία κιλά. Ανασηκώθηκε για να το κοιτάξει, να δει τί θα νιώσει. Δεν ένιωσε τίποτα και ανακουφίστηκε. Άπλωσε το χέρι της προς το μικρό γυάλινο πυρέξ και το μικρό άνοιξε τα μάτια του. «Είναι ένα χαριτωμένο γατάκι», σκέφτηκε. Είναι μόνον ένα χαριτωμένο ζωάκι που μόλις γεννήθηκε, αβοήθητο. Σηκώθηκε με κάποιο κόπο και το πήρε αγκαλιά. Το πλάσμα άνοιξε τα ματάκια του κι έπειτα τα έκλεισε. Το έβαλε πάνω της και μισοξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι. Ευτυχώς που ήταν νύχτα και κανένας δε θα την έβλεπε, σήκωσε τη μπλούζα της και το μωράκι αχόρταγα ξεκίνησε να θηλάζει. 



29/3/12

Να ζήσεις "Διαβάζοντας" και χρόνια πολλά....






Σήμερα το blog κλείνει τα τρία χρόνια και μπαίνει στα τέσσερα. Όταν το ξεκίνησα δε μπορούσα να φανταστώ πόσο αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου θα γινόταν, πόσο θα μου έλειπε όταν δεν ασχολούμουν μαζί του, ούτε ίσως πως θα το διατηρούσα για τόσον καιρό. Από την άλλη το χρονικό διάστημα μου φαίνεται λίγο, νιώθω σα να γράφω για τα βιβλία εδώ μια ολόκληρη ζωή. Τόσο που βλέπω βιβλία στη βιβλιοθήκη μου και είμαι σίγουρη πως έχω γράψει κάτι για αυτά, αλλά….όχι, δεν, ήταν στην προ-blog εποχή.

            Όταν άνοιξα αυτόν τον χώρο η μόνη υποχρέωση που είχα ήταν η δουλειά και το σπιτάκι μας, δυο μήνες μετά έμεινα έγκυος, γέννησα, τώρα έχω ένα σκιουράκι 25 μηνών. Δεν ξέρω  αν στο μυαλό μου ταυτίστηκαν τα δυο κι αγαπώ τόσο αυτό το κομμάτι του διαδικτύου ή πάλι μήπως η εμμονή μου να γράφω εδώ παρά τα «κοσμοϊστορικά» που μου συνέβαιναν έχει να κάνει απλά με το βιβλιοφιλικό μου βίτσιο.

            Ένα είναι σίγουρο, πως οι αναγνωστικοί μου ορίζοντες άνοιξαν συζητώντας και με άλλους που αγαπούν τα βιβλία, τα διαβάσματά μου καθάρισαν εν πολλοίς από τα άχρηστα και περιττά, γνώρισα κόσμο που αγαπά κι ενδιαφέρεται, το ηθικό μου αναπτερώθηκε. Το ξέρω πως ακούγεται γελοίο, αλλά για μένα το διάβασμα έχει πρωταρχική σημασία, είναι η βασική μου διασκέδαση, ο τρόπος μου να ξεδίνω, να μαθαίνω, να ανοίγομαι. Και μέσα από το blog παίρνω ρυθμό. Όχι γιατί θα μου λείψει η ανάρτηση, θα πέσει η επισκεψιμότητα ή οτιδήποτε άλλο ανταγωνιστικό, μα γιατί κι ένα ακόμα ενδιαφέρον βιβλίο με περιμένει στη γωνία. Κι αυτή η αίσθηση του ερασιτεχνισμού είναι αναζωογονητική.

            Καλά μας αναγνώσματα.


27/3/12

"2666", Roberto Bolano - μέρος 3o


Ο Φέητ, ο μαύρος Αμερικανός ρεπόρτερ που καταφτάνει στη Σάντα Τερέσα για να καλύψει έναν αγώνα μποξ, ενώ δεν είναι αθλητικός ανταποκριτής, είναι ένας πολύ πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικός ήρωας από τον στατικό Αμαλφιτάνο. Ο Φέητ φτάνει στην πόλη χωρίς να έχει ακούσει τίποτα για τους φόνους γυναικών που συμβαίνουν πολλά χρόνια και μπορεί να ξεπερνούν τους διακόσιους. Όμως στην πορεία του μέσα στο σινάφι των άλλων συντακτών που μαζεύτηκαν εκεί για τον αγώνα, ακούει και μαθαίνει, ενδιαφέρεται, τελικά καταλήγει με τους Μεξικανούς κι όχι με τους Αμερικάνους συναδέλφους του, γνωρίζει ένα σωρό ανθρώπους και μια πολύ όμορφη νεαρή, την Ρόζα Αμαλφιτάνο. Ίσως όπως υποδηλώνει και το όνομά του να αποτελέσει το πεπρωμένο της.

Τέσσερεις σταθερές διατρέχουν τα τρία μέρη του βιβλίου, η πόλη, οι φόνοι, το κρεμασμένο βιβλίο, οι Αμαλφιτάνο. Κατά τα άλλα η ανάγνωση πεντακόσιες σελίδες μετά συνεχίζεται κι έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται προς τα πού πηγαίνει το πράγμα, πως όλο αυτό θα φτάσει στο total μυθιστόρημα που υπόσχονται οι κριτικές. Μέχρι και μια ιδέα για το τί σημαίνει ο τίτλος έχω.


"2666" , Roberto Bolaño, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ.Άγρα, 2011, σελ.1166


23/3/12

"2666", Roberto Bolano - μέρος 2ο




Μετά λύπης μου πρέπει να σας ενημερώσω πως είχε δίκιο ο εκδότης, το δεύτερο μέρος δεν στέκεται με τίποτα ως αυτόνομο κείμενο που θα μπορούσε να αποτελέσει βιβλίο. Περιμένω με αγωνία τη σύνδεσή του με τα επόμενα, γιατί η χαλαρή σχέση του με τα προηγούμενα είναι κάπως απογοητευτική.

Στο πρώτο μέρος οι καθηγητές στην αναζήτησή τους για τον Αρτσιμπόλντι φτάνουν ως το Μεξικό όπου ένας καθεστωτικός συγγραφέας ισχυρίζεται πως τον είδε. Στην έρευνα τους βοηθά ένας μεταφραστής του Αρτσιμπόλντι που βρίσκεται στην μικρή πόλη Σάντα Τερέσα ως καθηγητής, ο Αμαλφιτάνο. Σε αυτό το δεύτερο μέρος λοιπόν ακολουθούμε την ιστορία ζωής του Αμαλφιτάνο και της κόρης του, κάθε κουβέντα για τον Αρτσιμπόλντι παύει, οι καθηγητές- ήρωες του πρώτου μέρους δεν υπάρχουν ούτε ως νύξη. Αυτό είναι το καλό κομμάτι γιατί εξάπτει την περιέργεια για το τί θα γίνει παρακάτω. Ο ίδιος ο Αμαλφιτάνο όμως μου φαίνεται κάπως αδύναμος σαν λογοτεχνικός ήρωας που θα κρατήσει πάνω του την πλοκή ολόκληρου βιβλίου-κεφαλαίου και για αυτό σαν να πλατειάζει το κείμενο εδώ, γίνεται απλά μια βιβλιοφιλική αναφορά.

Σε γενικές γραμμές το μυθιστόρημα δεν είναι καθόλου κουραστικό, το αντίθετο μάλιστα, έχει μια τάση να ρέει η γραφή τόσο που δεν καταλαβαίνεις πως πέρασαν τόσες σελίδες κι ας είναι ο λόγος μεστός, γεμάτος αναφορές και κρυμμένα μονοπάτια και κομμάτια που σε κάνουν να το αφήνεις για λίγο στην άκρη για να σκεφτείς. Κι επειδή υπάρχει ακόμα δρόμος για την ανάγνωσή μου ελπίζω έτσι να συνεχίσει.

"2666" , Roberto Bolaño, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ.Άγρα, 2011, σελ.1166



  

21/3/12

"2666", Roberto Bolano - μέρος 1ο

         


          Ξεκίνησα το «2666» δίχως προσδοκίες, δεν έχω διαβάσει καμία κριτική πουθενά για το βιβλίο, απέφυγα συνειδητά την όποια συζήτηση, στην αρχή του έτους δεν ήθελα καν να το διαβάσω. Τώρα, που έχω τελειώσει το πρώτο από τα πέντε μέρη, νιώθω γοητευμένη. Ο Μπολάνιο είναι από τους Λατινοαμερικάνους που γράφουν δίχως φανφάρες, ξέρουν όμως να πουν μια καλή ιστορία. 

         Ήρωες σε αυτό το μέρος είναι τέσσερις καθηγητές Γερμανικής φιλολογίας, ένας Ιταλός, ένας Γάλλος, ένας Ισπανός κι μια Αγγλίδα που λατρεύουν έναν παραγνωρισμένο συγγραφέα, τον Μπένο φον Αρτσιμπόλντι, που κανένας δεν έχει δει εδώ και χρόνια. Γνωρίζονται σε ένα συνέδριο κι έκτοτε συναντώνται σε διάφορες διαλέξεις για το είδωλό τους, προσπαθούν να τον βρουν, αυτόν ή έστω ένα ίχνος του, και στην πορεία οι ζωές τους μπλέκουν σεξουαλικά και ερωτικά ως εκεί που δεν παίρνει. 

         Η ιστορία τους είναι συναρπαστική, οι χαρακτήρες συνεχώς ελίσσονται, αν και το τέλος είναι κάπως αναμενόμενο. Περιμένω με αγωνία να δω πως θα μπλεχτεί με τα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου ο μύθος. Στην εισαγωγή του βιβλίου μαθαίνουμε πως ο ίδιος ο Μπολάνιο ήθελε να το εκδώσει σαν πέντε διαφορετικά βιβλία, συνέχεια το ένα του άλλου, όμως ο εκδότης του αποφάσισε μετά το θάνατό του να το βγάλει ολόκληρο. Θα δείξει αν αυτή ήταν μια σοφή επιλογή.

"2666" , Roberto Bolaño, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ.Άγρα, 2011, σελ.1166



19/3/12

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ : "Brave New World", Aldous Huxley


Αν μια δυστοπία έχει επηρεάσει πολύ τη σκέψη και κυρίως το γράψιμο μου, είναι ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Aldous Huxley. Την πρωτοδιάβασα στην εφηβεία μου κι έκτοτε την έχω επισκεφτεί πολλές φορές. Την τελευταία επταετία το βιβλίο δε βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου κι όμως θυμάμαι την πλοκή του με λεπτομέρειες – η επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως, για την υπνοπαιδεία μένει να αποδειχθεί.

            Σε έναν κόσμο που η αναπαραγωγή γίνεται μόνον σε εργαστήριο, οι έννοιες οικογένεια, μητέρα, θηλαστικό έχουν πάρει πορνογραφική και πολλές φορές σκατολογική χροιά, και η θέση του καθενός καθορίζεται αυστηρά από την φροντίδα που είχε στην τεχνητή μήτρα- οι της κάστας Α αφήνονται να αναπτυχθούν κανονικά με όλα τα θρεπτικά συστατικά, από Β και κάτω τους κόβουν το οξυγόνο και γίνονται όλο και πιο κουτοί, όλο και πιο ίδιοι, όλο και πιο κοντοί- ένα άτομο που διαφέρει έστω και λίγο είναι όνειδος για το σύστημα. Ο, κλάσης Α, Μπέρναρντ Μαρξ είναι ένας άντρας ελαφρά πιο κοντός από το κανονικό κι αυτό τον κάνει αυτόματα παρία, κυκλοφορούν για αυτόν ανέκδοτα πως του έδωσαν κατά λάθος οινόπνευμα όσο ήταν έμβρυο όπως στις κατώτερες κάστες, δεν μπορεί να βρει εύκολα γυναίκα για σεξ, δεν βρίσκει χαρά στο απαλλαγμένο από παρενέργειες ναρκωτικό, το σόμα, ο μοναδικός του φίλος είναι πιο έξυπνος, πιο όμορφος, πιο χαρισματικός από τον μέσο Α και για αυτό κι αυτός νιώθει κι αυτός αποκομμένος.

            Ο Μπέρναρντ μετά από προτροπή του προϊσταμένου του πως δεν κάνει αρκετό σεξ και γι’ αυτό είναι αντικοινωνικός καλεί την όμορφη Λενίνα σε μια εκδρομή. Εκεί σε έναν καταυλισμό αγρίων θα βρουν ένα αγόρι γεννημένο από μητέρα που ήταν κάποτε μέρος του συστήματος αλλά ξέχασε να πάρει την δόση του αντισυλληπτικού της. Θα φέρουν το αγόρι πίσω στον «πολιτισμό», θα τον περιφέρουν σαν αξιοθέατο, ο κόσμος θα τον απολαύσει σαν «Τζον, ο άγριος», όμως τελικά θα αποδειχθεί πως ο Τζον δεν μπορεί να ενταχθεί, εκεί στον καταυλισμό, ελλείψει άλλου βιβλίου, έχει διαβάσει τα άπαντα του Σαίξπηρ….

            Ο κόσμος του Huxley είναι ηδονικός, ο άνθρωπος απαλλαγμένος από τα φορτία της σημερινής κοινωνίας, οικογένεια, άγχος για δουλειά, συναισθηματικούς δεσμούς, αφήνεται στις χαρές, σεξ χωρίς έγνοιες, δουλειά χωρίς το άγχος της καριέρας, ναρκωτικά χωρίς παρενέργειες, δίχως περιττές φανφάρες, φιλοσοφίες, με μόνο «μότο» την κατανάλωση και την ευτυχία. Στην διαδικασία βέβαια χρειάζεται και τους σύγχρονους σκλάβους που τους φτιάχνει τέτοιους από την αρχή για να μην σηκώσουν κεφάλι. Δόξα τω Φορντ.

            Ο κόσμος Huxley είναι μπροστά μας σε κάθε βήμα. Κάποτε σε μια τάξη Λυκείου ο θρησκευτικός(!) μας με είχε βάλει απρόοπτα να κάνω την περίληψη στους συμμαθητές μου. Έπειτα είχε σκανδαλιστεί από τις περιγραφές μου, αυτός ήθελε να επικεντρωθεί στη «διαστροφή ενός, μόνον υλικού, κόσμου χωρίς πνευματικότητα». Αλλά η πνευματικότητα είναι αυτό που ο καθένας μας καταλαβαίνει.



Υ.Γ. Έχουν γραφτεί χιλιάδες πράγματα για τον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο». Ίσως όμως το πιο αντιπροσωπευτικό να είναι τούτο το καρτούν που μου έστειλε με mail η Ιώ Π.

"Brave New World", Aldous Huxley, Penguin Modern classics 1969, first published 1932



15/3/12

«Ο Ανιψιός του Βιτγκενστάιν», Thomas Bernhard




Διαβάζοντας το «Ο Ανιψιός του Βιτγκενστάιν» είναι μια καθαρά Μπέρνχαρντ-ική εμπειρία. Στη μικρή νουβέλα ξεδιπλώνεται σε όλο της το μεγαλείο η κοσμοθεωρία του, σχεδόν σα να πρόκειται για ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, αν και δεν αποτελεί μέρος της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας του. Ήρωας, ένας φυματικός συγγραφέας που μας περιγράφει την ιδιότυπη φιλία του με τον τρελό ανιψιό του φιλόσοφου Βιτγκενστάιν, μια καλτ φιγούρα της Βιέννης που σκόρπισε απλόχερα την περιουσία του στους κατ’ επάγγελμα φτωχούς της πόλης κι έπειτα έμεινε μετέωρος ανάμεσα στα τρελοκομεία και την πραγματικότητα μιας φτωχικής ζωής.

Το μυθιστόρημα κυλά κατά τα γνωστά στους αργούς ρυθμούς του Μπέρνχαρντ, νομίζει ο εξωτερικός παρατηρητής ότι δεν γίνεται τίποτα, ενώ ταυτόχρονα γίνονται τα πάντα. Η έκδηλη αποστροφή του συγγραφέα για καθετί Αυστριακό, μια εξαιρετική σκηνή κατά την παράδοση ενός λογοτεχνικού βραβείου, η απέχθειά του για τους πλούσιους που περνούν τη ζωή τους μόνο ως τέτοιοι, φιγουράρουν εδώ με μεγαλύτερη ένταση. Κι όμως νιώθεις την  τρυφερότητα που βγαίνει από τα κάπως άκαμπτα και επαναλαμβανόμενα λόγια του για την ανθρώπινη φύση, μπαίνεις στη διαδικασία να ψάξεις μέσα σου κείνα που ίσως για καιρό είχες αφημένα στην άκρη γιατί ενοχλούν και τσούζουν, έχεις την αίσθηση του ανήκειν. Ναι, αισθάνεσαι σαν να μοιάζει αυτό που ζεις με αυτό που περιγράφεται, κι ας είναι ένας κόσμος γεμάτος σανατόρια, τρελοκομεία, Βιέννη, φιλοσόφους, πλούσιους. Περίεργο.

Η αγάπη μου για τον Αυστριακό συγγραφέα ξεκίνησε νωρίς. Μένουν αρκετά βιβλία του να διαβάσω όμως. Κι αυτό με κάνει χαρούμενη πολύ. Σα να έχω αποκούμπι ακόμα.  



«Ο Ανιψιός του Βιτγκενστάιν», Τόμας Μπέρνχαρντ, μετ. Δημ. Βάρσου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1989, σελ.98


12/3/12

«Fahrenheit 451», Ray Bradbury




Πιθανολογώ πως αν είχα διαβάσει το «Fahrenheit 451» στην εφηβεία μου, θα το είχα προσπεράσει σαν ένα ακόμα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που καταβρόχθισα σε μια νύχτα. Η δομή του μοιάζει πολύ με την κλασική  τέτοιων ιστοριών, απλή, κατανοητή με χαρακτήρες που φτιάχτηκαν για να οδηγούν την πλοκή, μερικές φορές εντελώς σκιώδεις και σχηματικούς. Χαίρομαι λοιπόν που διάβασα το βιβλίο στο ύψος της βιβλιοφιλικής μου μανίας, γιατί τώρα για μένα έχει διαφορετικό ειδικό βάρος.

Σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, οι άνθρωποι περνούν τη μέρα τους κυριολεκτικά κλεισμένοι στους τέσσερεις τοίχους, αφού οι τοίχοι είναι γιγάντιες οθόνες όπου παίζεται η «οικογένεια», που σου μιλά με το όνομά σου και σε κάνει «ευτυχισμένο». Οι πυροσβέστες έχουν αλλάξει δουλειά, καίνε βιβλία αντί να σώζουν σπίτια, και τα καίνε μαζί με το σπίτι που τα στεγάζει, κάποιες φορές μαζί και με τον ιδιοκτήτη τους. Ένας πυροσβέστης, θα διαβάσει κάποια από τα «αποκαΐδια» του και θα αλλάξει.

Ο τρόπος που τελικά σώζονται τα βιβλία είναι συγκινητικός, αν και τούτη δεν είναι φυσικά μια ολοκληρωμένη δυστοπία, δεν είναι δηλαδή ένα λογοτεχνικό κείμενο του ύψους του «Brave new world» του Huxley, ούτε καν ένα εμπνευσμένο μπεστ σέλερ σαν το «1984» του Orwell. Έχει τη φόρμα ενός βιβλιοφιλικού βιβλίου επιστημονικής φαντασίας. Τόσο απλά.

Υ.Γ. Φαρενάιτ 451 είναι η θερμοκρασία στην οποία το χαρτί πιάνει φωτιά και καίγεται
           


«Fahrenheit 451», Ray Bradbury, Harper Voyager 2008, first published in Gr. Britain in 1954


7/3/12

"Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες", Carlos Fuentes


Η ουσία των βιβλίων του Φουέντες είναι η λήξη, η αίσθηση της κάθαρσης στο τέλος σαν να πρόκειται για αρχαία τραγωδία, είτε πρόκειται για μυθιστόρημα, είτε για συλλογή διηγημάτων. Αυτή είναι η τέχνη της αφήγησης στην παλαιότερη μορφή της, που σε βάζει να σκέφτεσαι, να σκέφτεσαι, να αισθάνεσαι, να αισθάνεσαι, τόσο που να μην μπορείς πια, να μην θέλεις να τελειώσει, να διαβάσεις το τέλος.
            «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες», όλες οι Λατινοαμερικάνικες ευτυχισμένες οικογένειες, κάθε μια τακτοποιημένη στην δική της μικρή ιστορία, πολλές φορές ειπωμένη από διαφορετικούς αφηγητές, σαν μια και μοναδική Άγια οικογένεια. Γιατί όπου οι άνθρωποι συνδέονται με δεσμούς αίματος, δεσμεύονται με αίμα. Το θέμα μας αφορά όλους προφανώς, παρόμοιους σκελετούς κρύβουν όλες οι οικογένειες στο ντουλάπι, σαν απογευματινή σαπουνόπερα. Τα μικρά ιντερλούδια, ιστοριούλες γραμμένες σαν ποιήματα, ή ποιήματα γραμμένα σαν ιστοριούλες, μας λένε κι άλλα, εμπνεύσεις της στιγμής, που πληγώνουν όσο οι μεγάλες. Με τελική κατάληξη τη βία. Πάντα.
            Ο τίτλος μας προδιαθέτει για μεγάλα πράγματα, αν και φυσικά δεν πρόκειται για την Άννα Καρένινα. Κάποια από τα διηγήματα κολλάν στο μυαλό, όπως η ιστορία του στρατηγού πατέρα που κυνηγά τον επαναστάτη γιο ή εκείνη με πρωταγωνιστή έναν πατέρα που το παιδί του είναι θύμα της θαλιδομίδης. Ίσως να είμαι προκατειλημμένη, από την αρχή θετικά διακείμενη, αλλά ο Κάρλος Φουέντες με έχει σπάνια απογοητεύσει. Κι αν αυτό το βιβλίο δεν φτάνει με τίποτα τη συνοχή που έχουν τα «Κρυστάλλινα σύνορα» ή το ειδικό βάρος που έχει «Το κάθισμα του αετού» ή «Ο θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ», δεν παύει να είναι μια καλογραμμένη και στιγμές στιγμές εμπνευσμένη συλλογή.   

«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες», Κάρλος Φουέντες, μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Καστανιώτη 2008, σελ.410


4/3/12

Της μετάφρασης το κάγκελο



Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που αγοράζω ένα βιβλίο από Αγγλοσάξονα συγγραφέα έχω το ίδιο δίλημμα, μετάφραση ή πρωτότυπο. Τα αγγλικά μου είναι σχετικά καλά, δεν έχω πρόβλημα να διαβάσω το πρωτότυπο, δεν χρειάστηκα ποτέ λεξικό. Από την άλλη, δεν είναι η μητρική μου γλώσσα και πιθανώς κάποιες κρυμμένες μικρές λεπτομέρειες να χάνονται. Ο μεταφραστής είναι επαγγελματίας και δεν θα τις χάσει, έτσι δεν είναι;

            Η τέχνη της μετάφρασης είναι θαυμαστή, ξαναγράφεις ένα ολόκληρο βιβλίο φράση τη φράση (γιατί λέξη τη λέξη είναι φυσικά αδύνατο) και σου αναγνωρίζεται ένα πολύ μικρό μερίδιο για αυτήν την υπερπροσπάθεια. Από την άλλη πολύ συχνά ο μεταφραστής δεν μπορεί να ξεφύγει από το προσωπικό του ύφος, μεταφράζει έτσι όπως θα έγραφε. Το πράγμα γίνεται ακόμα δυσκολότερα όταν μιλάμε για βιβλίο με κωμικές αποχρώσεις. Ας πούμε το «Εις γην Χαναάν» δεν μετάνιωσα που το διάβασα στην πολύ καλή ελληνική μετάφραση του Κορτώ, νιώθω πως κέρδισα, αντί να χάσω. Όμως μετανιώνω που διάβασα τόσο το «Ανήκουστος βλάβη» του Λοτζ, όσο και το «Όλα έρχονται στοφως» του Φόερ στα ελληνικά. Τα λογοπαίγνια χάθηκαν, μπορούσα μόνο να μαντέψω πως θα ήταν το αστείο στα Αγγλικά κι αυτό με εκνεύρισε. Για άλλα βιβλία όπως το «Γυρίστε το γαλαξία με Ωτοστόπ», πιστεύω πως ο μεταφραστής έχει τιτάνιο έργο, σα να το γράφει από την αρχή. (Δεν έχω διαβάσει την ελληνική μετάφραση αλλά με τόσους νεολογισμούς στο Αγγλικό …..). Τον τελευταίο καιρό προτιμώ το πρωτότυπο και για λόγους πιο χαμερπείς, όπως η πολύ μικρότερη τιμή του paperback και η ανάγκη μου στην ώριμη ηλικία που βρίσκομαι να διατηρήσω τα Αγγλικά μου σε ένα ανεκτό επίπεδο, μιας και δεν βγαίνω από τη χώρα ποτέ.

            Με λίγα λόγια, κάθε ανάγνωση στο πρωτότυπο είναι ένα ταξίδι, όχι μόνο στο βιβλίο αλλά και στη γλώσσα και την κουλτούρα. Κάποιες φορές όμως, όσες φορές κι αν έχεις πάει αλλού, δεν παύεις απλά να είσαι τουρίστας και χρειάζεσαι έναν ξεναγό.



Υ.Γ. Μετάνιωσα που αγόρασα το Gravitys rainbow στα Αγγλικά και φαντάζομαι πως σύντομα θα το ξαναπάρω στη μετάφραση. Εκτός κι αν δεν φταίει αυτό που όλο το παρατάω. Εξάλλου δεν είμαι η μόνη, δείτε τι λέει στη Bookpress ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος  



Υ.Γ. Στα γαλλικά και στα γερμανικά δεν διανοούμαι να διαβάσω πρωτότυπο, χάνω εντελώς το νόημα.

   

2/3/12

Περί ηλεκτρονικής ανάγνωσης....


Τον τελευταίο καιρό τριγυρίζω τη σκέψη να πάρω έναν e-reader. Επί της αρχής δεν είμαι αντίθετη, η ιδέα ενός βιβλίου που να τα περιέχει όλα, εξάλλου, ίσως να είναι η φιλοσοφική λίθος κάθε βιβλιόφιλου. Από την άλλη, ούτε καν διηγήματα δεν έχω καταφέρει να διαβάσω σε οθόνη υπολογιστή, η φωτεινότητά του, η τάση μου στις ημικρανίες, η εύκολη διάσπαση της προσοχής που με χαρακτηρίζει μετά τα είκοσι πέντε και ο έμφυτος φόβος για ό,τι διαφορετικό, ως τώρα με συγκρατούν.

            Διαβάζοντας τις εμπειρίες των χρηστών των ηλεκτρονικών αναγνωστών στον e-anagnostis έχω να παρατηρήσω πως εγώ δεν διαβάζω σχεδόν ποτέ έξω από το σπίτι, δεν μετακινούμαι με μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν με τρομάζουν τα ογκώδη «τούβλα» που τα σέρνω από καναπέ σε κρεβάτι και συνήθως στις ολιγοήμερες διακοπές μου το καλοκαίρι τεμπελιάζω και δεν διαβάζω τίποτα. Άρα ο μόνος καλός λόγος που μου απομένει είναι η έλλειψη χώρου. Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, από τη στιγμή που υπάρχουν ήδη βιβλία που μετακόμισαν στην βιβλιοθήκη της αποθήκης, κοινώς δεν θα τα ξαναδώ ποτέ, δυο λύσεις βλέπω ή το bookcrossing ή τον ηλεκτρονικό αναγνώστη. Πάντως στα βιβλία που έχω κοντά μου, όλο ρίχνω και καμιά ματιά, ενώ υποθέτω πως με τα αποθηκευμένα στη μνήμη δεν θα ασχοληθώ ποτέ ξανά. Το μέλλον του διαβασμένου βιβλίου είναι η λήθη.

            Τα επιστημονικά άρθρα για την δουλειά μου, μου είναι πολύ εύκολο να τα διαβάσω σε ηλεκτρονική μορφή, κάτι που δυσκολευόμουν να κάνω παλαιότερα εν μέσω μεταπτυχιακού. Υποψιάζομαι πως αυτό είναι γιατί τότε χρειαζόμουν τις λεπτομέρειες ενώ τώρα μόνο τη γενική εικόνα. Κι αυτό φοβάμαι και για την ηλεκτρονική ανάγνωση, πως θα ευνοήσει την ανάγνωση fast food κι εγώ είμαι ήδη γρήγορη, τσαπατσούλα, ανυπόμονη. Ήδη αν χάσω την προσοχή μου διαβάζω διαγώνια.

            Είναι και θέμα καθαρής ψωροπερηφάνιας, τώρα όποιος μπαίνει στο σπίτι ακόμα κι αν δεν το σχολιάσει, κοιτά τα βιβλία που στοιβάζονται στις δυο βιβλιοθήκες εντός σπιτιού, θέλει κάτι να δανειστεί, κάτι να διαβάσει στα πεταχτά ή απλά να σχολιάσει «Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά;» Η απάντηση είναι «Όχι, βλέπεις εκείνη τη στοίβα, είναι τα αδιάβαστα. Ακόμα….». Στην ανάγνωση το μέγεθος μετράει.

            Είμαι σίγουρη πως στο εγγύς μέλλον δεν θα τη γλιτώσω, η ευκολία ενός τέτοιου gadget, η ευχέρεια να αγοράσεις όποιο βιβλίο θες μες στη νύχτα και να το διαβάσεις επιτόπου, η εξοικείωσή μου με τα ηλεκτρονικά μέσα (παίζει ρόλο πως δεν το φοβάμαι το μαραφετάκι, έχω την αίσθηση πως όποιο ηλεκτρονικό πράγμα και να πιάσω στα χέρια μου θα ξέρω να το χειρίζομαι σε ένα μισάωρο, η ψωνάρα), θα με οδηγήσουν τελικά σε ένα – φθηνό- τέτοιο εργαλείο. Από την άλλη, έχω ένα κινητό αυστηρά για κλήσεις και μηνύματα που δεν μπαίνει στο ίντερνετ, δεν έχω mp3 player, βαριέμαι να μάθω πως δουλεύει το home cinema. Οπότε μπορεί και να την σκαπουλάρω.