30/4/14

"Νουθεσία ημιόνου", Γιάννης Αστερής

Ο Γιώργος Αυγέρης βρίσκει την γυναίκα του δολοφονημένη στο διαμέρισμά τους. Είναι συντετριμμένος, αλλά έχει άλλοθι. Ήταν σε δείπνο με 9 κοινούς φίλους. Τότε γιατί είναι στη φυλακή; Κανένας από τους εννέα δεν στηρίζει την ιστορία του- ούτε καν η ερωμένη του-, το δείπνο δεν έγινε ποτέ. Και τι θέλουν από αυτόν η υστερική αδελφή του που τον αγαπά μέχρι παρεξηγήσεως, κι αυτός όλο την προσβάλει; Και δυο μοναχοί του όρους που λεν μια παράξενη ιστορία για ένα κελί, μια αγριελιά κι ένα μουλάρι. Αν ψάχνετε απαντήσεις, η νουβέλα του Γιάννη Αστερή δεν έχει καμία. Αυτή είναι η μεγαλοφυΐα της.

Και το χιούμορ, ένα χιούμορ πικρό, υποδόριο και κάποτε εντελώς εκβιασμένο από τους λεκτικούς κύκλους του μακροπερίοδου λόγου που σε βάζουν στον πειρασμό να διαβάσεις δυνατά για να γελάσεις κι εσύ. Δυνατά. Η ιστορία είναι σημαντική και για αυτό αδιάφορη. Οι χαρακτήρες το ίδιο.

"Ο Αυγέρης ξεκίνησε την απολογία του στις εικοσιεννέα Ιουλίου και μιλούσε για τρία συναπτά πρωινά. Είπε πως το όλο ζήτημα είναι πέρα για πέρα παράλογο διότι στο μυαλό του τα πάντα είναι ολοκάθαρα, το δείπνο, οι συνομιλίες με τους παρευρισκόμενους στο δείπνο, η επιστροφή στο διαμέρισμα όπου βρήκε νεκρή την αγαπημένη του σύζυγο, εικόνα που τον τράνταξε τόσο με την βια και την ασχήμια της ώστε δεν ξέρει αν θα καταφέρει κάποτε να συνέλθει, κτλ. Επέλεγε να μην αναφερθεί στο σύνολο των μαρτύρων που εξετάστηκαν, αδυνατούσε όμως να μην πει δυο λόγια για την συντηρήτρια και ερωμένη του, της οποίας τα λεγόμενα τον έκαναν να απορήσει με πραγματική ένταση (επί λέξει), μια και κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής τους σχέσης, που διήρκησε μήνες ολόκληρους, επαναλάμβανε ασταμάτητα (η συντηρήτρια) πόσο τον αγαπούσε, πόσο τον θαύμαζε, οτι επιτέλους στα τριαντατεννιά της χρόνια βρήκε έναν άντρα με τον οποίο επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να περάσει την υπόλοιπη ζωή της, να γεράσουν μαζί κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι ή γέρνοντας ο ένας στον ώμο του άλλου με την πιο βαθιά στοργή, πρώτη φορά της συνέβαινε κάτι τόσο κτλ και ρωτούσε επιμόνως τον Αυγέρη (σύμφωνα με τον ίδιο) πότε επιτέλους θα παρατήσει την βαρετή και χτικιάρα γυναίκα του, την οποία μάλιστα κάποτε αποκάλεσε κιτρινογουστέρα, πράγμα που έβγαλε τον Αυγέρη εκτός εαυτού, όχι μόνο επειδή η γυναίκα του ήταν πέρα από οποιαδήποτε υποκειμενική κρίση ωραία και δροσερή (επί λέξει), μα και γιατί ετούτη η δύστυχη γεροντοκόρη, που ουδέποτε κατάφερε να μείνει με οποιονδήποτε από τους άτυχους που έμπλεξαν μαζί της πάνω από πέντε έξι μήνες, ήταν τόσο τυφλωμένη από την εξοντωτική μοναξιά της ώστε όποιον έπειθε να την αγγίξει έστω και μία φορά, κατόπιν πάσχιζε με τερατώδη οργή να τον αρπάξει απ' τα μαλλιά και να τον τραβήξει στην βρομερή πηγάδα της, κατευθείαν στον πάτο (όλα επί λέξει)."

Ο Γιάννης Αστερής εκμεταλλεύεται την ικανότητά του στον λόγο για να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο κείμενο που είναι σχεδόν ηδονικό να το διαβάζεις. Εύχομαι στο μέλλον να μην εγκλωβιστεί σε αυτό το στιλιζάρισμα, θα ήταν βαρετό, αλλά να μπορέσει αυτή την πολλά υποσχόμενη συγγραφική δύναμη να την κάνει κι άλλα πράγματα, ολοένα και πιο εμπνευσμένα.

"Νουθεσία ημιόνου", Γιάννης Αστερής, εκδ. Ίνδικτος, 201, σελ. 149

28/4/14

Περί bullying και άλλων δαιμονίων



Σήμερα δεν θα μιλήσουμε για βιβλία. Θα σας πω μια ιστορία. Η ιστορία μας ξεκινά εκεί γύρω στα οκτώ μου. Είναι ένας στην αρχή, είναι πέντε, θα σας γελάσω- από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ένας μαλάκας μου φώναζε δημοσίως στο σχολείο κάποιου είδους λεκτικό βιασμό. Στην αρχή δεν δίνεις σημασία. Όμως πονάει ο χλευασμός, ακόμα κι ο οίκτος, των συμμαθητών. Σύντομα είσαι λεπρός, κοινωνικά πεθαμένος. Ανύπαρκτος στα μάτια σου και των άλλων. Κι η εφηβεία χτυπάει την πόρτα.

Εκεί στα δώδεκα ξεκίνησαν και οι πιο απτοί βασανισμοί. Δεν θα σας μιλήσω για αυτούς. Θα σας πω όμως ένα και μόνο περιστατικό. Είναι πριν από το μάθημα της μουσικής, δεν θυμάμαι πια τι μου έχουν κάνει, κάτι απλό και καθημερινό ίσως. Μουσική μας κάνει ένας αξιολογότατος μουσικός, όμως μεγάλος σε ηλικία πια, απόμακρος κάπως∙ διεθνούς φήμης γαρ. Το περιστατικό υποπίπτει στην αντίληψή του. Σηκώνει τον βασανιστή μου όρθιο. «Τα σκατά και οι φελλοί επιπλέουν, κύριε Διαμαντόπουλε», του λέει. «Αλλά χέρια να κολυμπήσουν και να δουν την ανοιχτή θάλασσα δεν θα βγάλουν ποτέ». Με κοιτάει και χαμογελάει.

Έμελλε να υποστώ τρία χρόνια βασανισμών ακόμα στα χέρια του κύριου Διαμαντόπουλου και της παρέας του. Ποτέ ξανά πριν ή μετά το μάθημα της μουσικής. Όμως πριν και μετά το μάθημα των μαθηματικών, και πριν των αρχαίων και μετά των Αγγλικών. Και αφού το είπα σε όλους τους γύρω μου εκπαιδευτικούς και στους γονείς μου πλειστάκις. Κι αφού η εφηβεία μου μετατράπηκε σε μια μαύρη κόλαση της κολάσεως. Κι έκανα καιρό να βγω.

Κι επειδή ξανά ακούω ευχολόγια και άλλες τινές αηδίες πως αυτό που χρειάζεται είναι η «ανθρωπιστική παιδεία», «ο φόβος της εκδίκησης», να μάθεις «καράτε και ταεκβοντό» θα σας πω ποια είναι η λύση. Άμεση απομάκρυνση θύτη και θύματος από το κοινό τους περιβάλλον (όχι μόνο του θύματος αλλά και του θύτη, να πονέσει) και ένας εκπαιδευτικός με αρχίδια. Δεν θα σας πω το όνομα του μουσικού, γιατί ήταν γνωστός μαέστρος κλασικής μουσικής και πιθανότατα δεν θα ζει πια. Θα σας πω όμως ένα, δεν τον ευχαρίστησα ποτέ γιατί ήμουν δώδεκα χρονών και τρομοκρατημένη. Δυο ακόμα καθηγητές μου να είχαν μπει στον κόπο να αφουγκραστούν το πρόβλημα, να επιδείξουν ανάλογη πυγμή και να βάλουν τον κύριο Διαμαντόπουλο επωνύμως και δημοσίως στην θέση του και η εφηβεία μου θα ήταν σημαντικά φωτεινότερη.


Υ.Γ. 42 Αφορμή για τούτο το ξέσπασμα είναι αυτό το άρθρο στην lifo. Και η δημόσια απάντηση μιας καθηγήτριας μου του τότε σε σχετική ανάρτηση συμμαθήτριας μου πως η λύση είναι "η ανθρωπιστική παιδεία".




26/4/14

"Μ΄ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι", Αλέξανδρος Κυπριώτης





Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι μεταφραστής από τα Γερμανικά- Τόμας Μαν, Φρανς Κάφκα, Ελφρίντε Γέλινεκ. Αυτό αποτυπώνεται στα μικρά διηγήματά του στην συλλογή «Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχάιρι» με ενάργεια. Λόγος κοφτός, με συνεχείς επαναλήψεις, κύκλους, στην ιστορία, στην γλώσσα, στην δομή των χαρακτήρων. Και αίμα. Ο Κυπριώτης δεν μασά τα λόγια του, τα περισσότερα καταλήγουν στον θάνατο.

Μιλάμε για 10 μικρά διαμαντάκια, το ένα ίσως πιο διαλεχτό από το άλλο, που αφορούν ανθρώπους καθημερινούς, που ψάχνουν να βρουν την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει μέσα τους και την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα ρευστή, εύθραυστή, άυλη αλλά παρ' όλα αυτά πιεστική για τους ανθρώπους που είναι στα όρια.

ΚΟΚΚΙΝΟ

Το κόκκινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Σε όλες του τις αποχρώσεις. Μα, πιο πολύ από όλες της άρεσε η απόχρωση που έπαιρνε το ξεραμένο αίμα, Μικρή, όταν το έβλεπε στα γόνατα και τη μύτη. Μετά, όταν το έβλεπε στη μύτη και στα χείλια. Στα δόντια το αίμα δεν προλαβαίνει να ξεραθεί. Το κατάπινε με το σάλιο. Έτσι τώρα το αίμα του στα χέρια της το ξεπλένει να φύγει. Μην προλάβει να ξεραθεί, κι αυτή το αγαπήσει. 


"Μ΄ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι", Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Ίνδικτός, 2013, σελ.70


Υ.Γ. 42 Το Σάββατο 26 Απριλίου 2014 ο Αλέξανδρος Κυπριώτης παρουσιάζει (μαζί με τον Γιάννη Αστερή και την "Νουθεσία" Ημιόνου") το "Μ' 'ενα καλά ακονισμένο μαχαίρι"  στις 7 μ.μ. στο Booktalks.

24/4/14

"Ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες", John Cheever




O Τζον Τσίβερ ήταν ένας από τους βασικούς συντρόφους του Ρέιμοντ Κάρβερ στο ποτό. Ο Τζον Τσίβερ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους 2-3 σημαντικότερους Αμερικάνους διηγηματογράφους της λευκής, προνομιούχας Αμερικής. Ο Τζον Τσίβερ πέθανε το 1982. Τότε γιατί μόνον φέτος κυκλοφόρησε στα Ελληνικά η συλλογή διηγημάτων "O Κολυμβητής και άλλες ιστορίες" και πριν δεν είχαμε κανένα έργο του; Από αυτά τα περίεργα του ελληνικού εκδοτικού κόσμου.

Ήδη από το πρώτο διήγημα της συλλογής καταλαβαίνεις πως τα πράγματα θα είναι ζόρικα. Ο Τσίβερ μιλά για καθημερινά πράγματα, για κανονικές ζωές, μέχρι που, το εντελώς αναπάντεχο και διεστραμμένο, το ανείπωτο, λέγεται. Το ίδιο και στο δεύτερο και στο τρίτο, οι ήρωες κάνουν ή λεν αυτό που δεν περιμένεις στην πιο κατάλληλη στιγμή για να θέλεις να διαβάσεις κι άλλο.

Τα υπόλοιπα διηγήματα, που είναι κείμενα της πιο ώριμης περιόδου του Τσίβερ και γι' αυτό πιο χαρακτηριστικά, έχουν ως κέντρο το φανταστικό «Σέιντι Χιλ», ένα από κείνα τα λευκά προάστια με τις μονοκατοικίες, τους κήπους, τις πισίνες, τις γυναίκες που κάνουν φιλανθρωπίες και διοργανώνουν πάρτυ και τα παιδιά τα μεγαλώνει η νταντά. Αλλά κι εκεί όλα τελικά δεν είναι όπως φαίνονται, τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε. Το ζήτημα είναι ποιος θα τολμούσε να τα αλλάξει, να βγει από το κουκούλι∙ κανείς. Όσοι το προσπαθούν μένουν στις φαντασιώσεις: ο σύζυγος που ορέγεται την μπείμπι σίτερ έπειτα από ένα αεροπορικό ατύχημα θα μείνει με τις ορέξεις, ο κλέφτης των γειτόνων του θα έχει φοβερές τύψεις, ακόμα κι ο Κολυμβητής θα παραμείνει στις αυταπάτες του.

Τα διηγήματα του Τσίβερ έχουν γλώσσα απλή και ρέουσα, σε παίρνουν μαζί τους στο Αμερικάνικο Όνειρο, σε αποθέτουν μέσα του. Αν είναι καλά εκεί, ο χρόνος θα δείξει. Έχει οικονομία ο λόγος του, και στις εικόνες και στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων και για αυτό είναι ακόμα πιο δυνατός.  Δεν κρίνει, δεν κουνά το δάχτυλο, τους συμπονά τους ήρωες του. Μα δεν τους ωραιοποιεί, ούτε και τους λυτρώνει. Γράφει εν πολλοίς αυτοβιογραφικά, για αυτή την αίσθηση πως κάτι πρέπει να διορθωθεί, πως κάτι είναι σάπιο και δεν πηγαίνει καλά κάτω από την λουστραρισμένη επιφάνεια. Και τελικά για την ήττα του βολεμένου που δεν κάνει τίποτα.  

"Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες", Τζον Τσίβερ, μετ. Κώστας Καλογρούλης, εκδ. Καστανιώτη, 2013, σελ. 220


22/4/14

Τα (πρώτα) αποτελέσματα του "ΛόγωΤέχνης"






Οι 40 διακριθέντες του 4ου διαγωνισμού διηγήματος «ΛόγωΤέχνης»- τα διηγήματα των οποίων θα συμπεριληφθούν στο βιβλίο των Εκδόσεων Μεταίχμιο- κατά αλφαβητική σειρά, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Κριτικής Επιτροπής, είναι οι ακόλουθοι:


● Ακριτίδης Αλέξανδρος, Μελίκη Ημαθίας

● Αποστόλου Γιώργος, Αθήνα
● Ασλανίδη Ευγενία, Χίος
● Βαλετοπούλου Λίνα, Λάρισα
● Βέυλλερ Εύη, Αθήνα
● Βοζίκης Γιάννης, Δράμα
● Γεωργανά Παναγιώτα, Θεσσαλονίκη
● Γεωργαντόπουλος Σωτήρης, Αντίμπ, Κυανή Ακτή
● Γκέζος Χρήστος Αρμάνδος, Αθήνα
● Δημητριάδου Ευνομία, Αθήνα
● Ζώης Παναγιώτης, Ιωάννινα
● Καρανταλής Γιώργος, Αθήνα
● Κεραμίδας Ευάγγελος, Αθήνα
● Κεφαλογιάννης Κώστας, Ηράκλειο
● Κοντοπούλου Κατερίνα, Αθήνα
● Κορολής Βασίλειος – Ερημιάς, Ναύπλιο
● Κοσεγιάν Χαρά, Ρόδος
● Κουτούδης Ιωάννης, Ερμούπολη, Σύρος
● Μαλακατέ Κατερίνα, Αθήνα
● Μαντά Ειρήνη, Αθήνα
● Μελέτη Χριστίνα, Κόρινθος
● Μηλιαρέση Βιβιάνα, Λονδίνο, Αγγλία
● Μπιρμπίλη Ελένη, Θεσσαλονίκη
● Μπίστη Αργυρώ, Παρίσι, Γαλλία
● Ντούμπρου Ιωάννα, Αθήνα
● Παγώνης Ιωάννης, Αθήνα
● Παπαδάκη Άννα-Μαρία, Λάρνακα, Κύπρος
● Παυλίδης Γιώργος, Δοξάτο Δράμας
● Ριζόπουλος Γεώργιος, Μαρούσι Αττικής
● Σδρόλιας Δημήτρης, Αθήνα
● Σέκερης Αντώνης, Χαλκίδα
● Σκούτας Νικόλαος, Αθήνα
● Σουφλέρης Σταμάτης, Κύμη
● Στάμος Γιώργος, Αθήνα
● Στεφάνου Χαρά, Λευκωσία, Κύπρος
● Τρουβάς Χαρίλαος, Αθήνα
● Τσιρικούδης Αντώνιος, Ηράκλειο
● Χαραλαμπίδη Δέσποινα, Αθήνα
● Χαραμαρά Γεωργία, Αθήνα
● Χριστίδης Περικλής, Θεσσαλονίκη

Η Τελετή Βράβευσης θα περιλαμβάνει: τραγούδια με στίχους του Κ. Π. Καβάφη -ειδικά για την βραδιά αυτή, μερικά των οποίων είναι σε πρώτη εκτέλεση - από το νέο τμήμα "μουσικού θεάτρου" και την Ορχήστρα του, της ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 1960. Τα 3 πρώτα νικητήρια διηγήματα θα αφηγηθούν οι ηθοποιοί Μυρτώ Αλικάκη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης και Χρήστος Σιμαρδάνης. Τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής του διαγωνισμού Μάνος Ελευθερίου, Κώστας Κατσουλάρης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Ελένη Μπούρα, Σώτη Τριανταφύλλου και Γιάννης Φαρσάρης θα εξηγήσουν το σκεπτικό της αξιολόγησης και θα συνομιλήσουν με τους νικητές. Παρουσιαστής της βραδιάς, όπως και πέρυσι, θα είναι ο Κώστας Κινής.

Η εκδήλωση θα γίνει την Δευτέρα 28 Απριλίου, ώρα 19:30μ.μ, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά όπου και θα ανακοινωθεί η σειρά διάκρισης. 

21/4/14

6η μέρα πυρετού


Συνειδητοποίησα τα εξής:

Ο οικιακός κόσμος γυρίζει και χωρίς εμένα.
Τα βιβλία έχουν πλάκα μόνο αν τα καταλαβαίνεις πλήρως.
3η ασθένεια μέσα σε 6 μήνες είναι πολύ. Πρέπει κάτι να κάνω.
Υπάρχουν δυο-τρεις άνθρωποι που με αγαπούν.
Όλα όσα με απασχολούν στην καθημερινότητα μπορούν να… εξαφανιστούν μέσα σε μια στιγμή.
Οι πολύ καλές στιγμές από τις κακές απέχουν περίπου ένα μισάωρο.
Ένας ακόμα να μου πει πως με ματιάξανε, θα φάει μπούφλα.
Και τελικά πως 6 μέρες αρκούν για να βγεις από τον συγγραφικό ρυθμό και να μην θυμάσαι καν τι είναι αυτό που έγραφες.

Με ευχές για ταχεία μου ανάρρωση (είμαι στωικός ασθενής αλλά νισάφι)
Κατ.



16/4/14

"Ζωή μετά τη ζωή", Kate Atkinson




Η «Ζωή μετά τη ζωή» ήταν η πρώτη μου επαφή με την Kate Atkinson. Στην αρχή με τρόμαξε ο όγκος του, συνηθίζω να διαβάζω τούβλα μονάχα αν είμαι από την αρχή πεπεισμένη πως το αξίζουν. Όμως τούτο είχε κάτι το ιντριγκαδόρικο στο οπισθόφυλλο:

«Τι θα γινόταν αν είχες τη δυνατότητα να ζήσεις την ζωή σου ξανά και ξανά μέχρι να μην έχεις κανένα λόγο για να μετανιώνεις; Μέχρι να καταφέρεις να τα κάνεις όλα σωστά;».

Καταλαβαίνετε, το θέμα ελαφρά με απασχολεί.

Πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, που δίχως το εύρημα της πλοκής θα ήταν μια κλασική family saga, είναι η Ούρσουλα Τοντ, το τρίτο παιδί μιας σχετικά ευκατάστατης οικογένειας που ζει σε ένα σπίτι στην εξοχή, την «Γωνιά της Αλεπούς», έχει υπηρέτρια και μαγείρισσα και μια μάνα που γενοβολλά παιδιά που πραγματικά συμπαθεί, αν και τελικά είναι αρκετά κριτική απέναντί τους. Μόνο που, εκείνη τη νύχτα που γεννήθηκε είχε χιόνι πολύ, ο γιατρός και η μαία δεν πρόλαβαν να έρθουν και το μωρό τυλίχτηκε στον λώρο και γεννήθηκε νεκρό.

Στο επόμενο κεφάλαιο ο γιατρός τα έχει καταφέρει να έρθει, κόβει τον λώρο και σώζει το μωρό στο τσακ. Έτσι κυλούν οι υπόλοιπες σελίδες, η Ούρσουλα πεθαίνει στην κούνια όταν την πνίγει το γατί της μαγείρισσα. Η Ούρσουλα πεθαίνει στην θάλασσα όταν ξεμακραίνει με την αδελφή της. Την Ούρσουλα την βιάζει στα 16 ένας φίλος του αδελφού της και καταλήγει σε μια σχέση με έναν άντρα που την κακοποιεί. Η Ούρσουλα πεθαίνει στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου. Η Ούρσουλα γίνεται κολλητή της Εύα Μπράουν.

Μπα.

Όλοι οι χαρακτήρες γράφουν ξανά και ξανά την ιστορία τους. Την γράφει η Ούρσουλα δηλαδή, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν έχει ή δεν έχει επίγνωση των εναλλασσόμενων γεγονότων. Η πρόθεση της συγγραφέως- που έχει σαφή αφηγηματική δεινότητα και πρέπει να έχει μελετήσει πολύ την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου- φαίνεται από τις πρώτες σελίδες: ο χρόνος είναι ρευστός, το ποιοι είμαστε καθορίζεται και από τυχαία γεγονότα, η ταυτότητά μας, η σχέση με τους γύρω μας έχει κάποια βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά αλλά όλα τα υπόλοιπα καθορίζονται από τις συγκυρίες.

Το βιβλίο διαθέτει τη δύναμη του ευρήματος που στο τέλος καταλήγει αδυναμία. Η ιστορία με τον Χίτλερ φαίνεται σαν μισοειπωμένη, κάπως φυτευτή σε μια αλληλουχία γεγονότων και ο όγκος του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο μισός. Από την άλλη πρόκειται για μια γραφή ευκολοδιάβαστη, με κάποιες ευκολίες- οι ημερομηνίες σε κάθε κεφαλαιάκι είναι περιττές και κάπως σαν να υποτιμούν τον αναγνώστη πως δεν θα καταλάβει. Σίγουρα το πρόσημο που μου άφησε η ανάγνωση είναι θετικό. Αν δε, μου είχε φάει τρεις κι όχι έξι μέρες για να το τελειώσω, τότε μπορεί να δήλωνα και ενθουσιασμένη.


«Ζωή μετά τη ζωή», Κέιτ Άτκινσον, μετ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 572, 2013


Υ.Γ. 42 Το εφημεριδόχαρτο έχει και τα καλά του, κοντά εξακόσιες σελίδες σχετικά μεγάλου σχήματος και το έπαιρνες το βράδυ στο κρεβάτι μαζί σου άνετα δίχως να παθαίνεις τενοντίτιδα. Πούπουλο. 

12/4/14

Αύριο...

Αύριο Κυριακή 13/4/2014 στις 18:00 στο Revolt θα μιλήσουμε για τον Paul Auster. Ελάτε, ελάτε...


Υ.Γ 42 To Revolt είναι στα Εξάρχεια, Κωλέττη 25-27

11/4/14

Η χαρά της ανάγνωσης. Επανεκκίνηση.


Τον τελευταίο καιρό έχω χάσει εν πολλοίς την χαρά την ανάγνωσης. Συνεχίζω να διαβάζω πολύ, δεν αντλώ όμως πια την ίδια ηδονή. Σα να καταπιέζομαι, να μην με χωρά ο τόπος, να ψυχαναγκάζομαι βρε αδελφέ.

Σε αυτήν την στριμωγμένη αίσθηση συνεισφέρουν τρία πράγματα:

Πρώτα από όλα η έλλειψη χρόνου και χώρου. Δεν είναι το ίδιο ευχάριστο να ανοίγεις απερίσπαστος και χωρίς θορύβους το βιβλιαράκι σου στην πολυθρόνα σου με ένα ποτήρι κρασί, με το να «χώνεις» την ανάγνωση ανάμεσα σε δυο ταΐσματα, δυο παιδάκια που τσιρίζουν, δυο mails που πρέπει να στείλεις ή δυο πελάτες που πρέπει να εξυπηρετηθούν. Ακόμα και το βράδυ στο κρεβάτι μου, έχω χαμηλώσει τον φωτισμό για το μωρό και δυσκολεύομαι. Διαβάζω μόνο από το ένα πλευρό- το κοντινότερο στο λιγοστό φως- κι αν είναι να γυρίσω από το άλλο, απλά… κοιμάμαι.

Από την άλλη έχει αυξηθεί το «καταναγκαστικό» διάβασμα. Το Booktalks κάνει συνεχώς παρουσιάσεις, είναι αγένεια να μην έχεις γνώμη για αυτό που παρουσιάζεται. Κι έπειτα είναι όλη αυτή η εισροή βιβλίων μέσω του blog από πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς που λαχταρούν μια κουβέντα, έστω ένα ξεφύλλισμα για το πόνημά τους. Καταλαβαίνω την λαχτάρα τους, διάολε μια από αυτούς είμαι. Όμως δεν μπορώ να τους ικανοποιήσω. Συσσωρρεύονται λοιπόν στα αδιάβαστα, βιβλία που δεν έχω διαλέξει εγώ και με πιέζουν. Δημιουργούνται σωροί γύρω μου, μέσα τους χάνονται μικρά διαμαντάκια, οι βιβλιοθήκες μου – έφτιαξα μια καινούργια στο σαλόνι και χάσκει μισοάδεια- μένουν άφτιαχτες- και στοίβες παντού. Μπαίνω σε πειρασμό να φτιάξω ένα ράφι για τα αδιάβαστα που θα μείνουν πάντα τέτοια. Μα έπειτα σκέφτομαι είναι άδικο, άδικο και σκληρό.




Και τελικά, με εξωθεί στα άκρα η ελευθερία της επιλογής. Δεν αγοράζω πια σε ποσότητα, κορφολογώ ένα από δω κι ένα από κει. Οι λίστες μου πάνε χαμένες, σχεδόν τις έχω εγκαταλείψει, η στόχευση χάνεται, δελεάζομαι πάλι από τα εξώφυλλα. Μπερδεύομαι. Σχεδόν λιμοκτονώ μες στο ντελικατέσεν.

Ώρες ώρες βλέπω τα Σάββατα που μαζευόμαστε η παρέα των «χτυπημένων»* πως εγώ είμαι η μόνη που έχω χάσει την προσμονή. Άλλοτε θα χαιρόμουν κι εγώ μαζί τους για κάθε νέα άφιξη, θα την χαλβάδιαζα, θα αναρωτιόμουν αν αντέχω οικονομικά να την πάρω, θα την έπαιρνα. Μόνο που τώρα που συχνά την έχω βγάλει εγώ από την κούτα, σαν να έχει χαθεί η αίγλη και η λάμψη της.

Αυτή η διαστροφή, όσο πιο πολύ «μέσα» στα βιβλία να είσαι, τόσο να μένεις τελικά απέξω, νομίζω πως είναι αρρώστια του «επαγγέλματος»∙ όχι του βιβλιοπώλη, του επαγγελματία αναγνώστη. Κι αυτό είναι που δεν επιθυμούσα να μου συμβεί. Είναι μεγάλο κομμάτι της ισορροπίας μου η ευχαρίστηση από ένα κείμενο για να την αφήσω να πάει χαμένη. Επανεκκίνηση.   




* όπου «χτυπημένοι»: βαριά βιβλιόφιλοι που μαζεύονται στο Booktalks κάθε Σάββατο κατά τις 11 με 12 το πρωί και ενσωματώνουν με χαρά όποιον έχει την διάθεση να μιλήσει για βιβλία και το κουράγιο απλά να συστηθεί. Ελάτε κι εσείς. Σε αυτούς εναποθέτω τις ελπίδες μου για να επανακάμψω. 

9/4/14

"Κανείς δεν θέλει να πεθάνει"- part2




Καιρό έχω να σας πρήξω με το βιβλιαράκι μου και νομίζατε πως το ξέχασα. Αλλά επανήλθα δριμύτερη [αυτό είναι απειλή]. Όλον αυτόν τον καιρό πολλοί (ακόμα) άνθρωποι έγραψαν συγκινητικά για το "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" και μια ανάρτηση τους την χρωστώ.

H Βιβή έγραψε στην Λέσχη Ανάγνωσης Degas :



"Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό το βιβλίο.Θετική.Έντονη.Πάρα πολύ καλή.Διαβάζεται εύκολα αν και θέλει συνεχώς παρόντα τον αναγνώστη σε όλα όσα του αφηγείται.Δεν είναι εξεζητημένη η γλώσσα, ούτε κραυγαλέα η τεχνική του˙η συγγραφέας δεν καυχιέται για την συγγραφική της δεινότητα.Αυτή υπάρχει και στηρίζει καλά και σταθερά μια πολύ απαιτητική ιδέα, που αλλιώς θα κατέρρεε από το πρώτο κεφάλαιο γιατί είναι ιδέα ξεχωριστή,από αυτές που η ελληνική λογοτεχνία από άποψη θεματολογίας υποφέρει από την έλλειψή τους, παραμένοντας στομωμένη από τον εμφύλιο και την βάρβαρη,συχνά ανιστόρητη εκμετάλλευσή του από κάθε πικραμένο...
Οι λέξεις είναι-σαν υλικό-ένα ατόφιο,πρωτογενές υλικό˙είναι αλεύρι και νερό,απλά και καθαρά δηλαδή υλικά για το σημαντικό που λέγεται ψωμί κι αυτό προσδίδει περισσότερο ενδιαφέρον στην αρχική ανάγνωση, γιατί με τα πρωτάρικα αυτά υλικά η συγγραφέας κάνει με άνεση μια τριτοπρόσωπη ρέουσα αφήγηση,που είναι πυκνότατη,που έχει και δεύτερη και τρίτη ανάγνωση στα σωθικά της.
Διαβάζοντας σκέφτεσαι συνεχώς,βγαίνεις σε αφετηρίες σκέψεων που οδηγούν σε απέραντα φιλοσοφικά χωράφια,σε υπαρξιακές αγωνίες,στην αγωνία του Θανάτου κυρίως, αλλά όχι έτσι απλά του θανάτου των άλλων που δεν σε αγγίζει ή του απρόσμενου κι ίσως λυτρωτικού,που δεν μπορείς να κάνεις στο κάτω κάτω τίποτα,αλλά εκείνου που έρχεται καταπάνω σου βήμα-βήμα,φθείροντας το σώμα,το δικό σου το κάποτε θαλερό κι ενώ εσύ την ίδια χρονική στιγμή τρέχεις ακόμα καλπάζοντας,ζεις,δεν τον παίρνεις είδηση ,γι αυτό δεν τον φοβάσαι,δεν τον σκέφτεσαι ιδιαίτερα,τον αντιμετωπίζεις σαν κατάληξή σου σε κάτι,κάπου που όμως δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι αυτό και μόνον όταν έχει κάνει ορατή την ολέθρια, προκαταρκτική του επίθεση στο τρωτό σου κορμί σε ζώνουν τα φίδια."



H anagnostria



"Νομίζω πως η Κατερίνα προσπάθησε να δώσει μυθιστορηματική μορφή στα δικά της αλλά και του καθενός μας βασανιστικά ερωτήματα. Τι είναι ζωή, τι είναι θάνατος, "τι είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ΄ανάμεσό τους;" για να θυμηθούμε και το αγωνιώδες ερώτημα του Σεφέρη. Ερωτήματα στα οποία απάντηση δεν υπάρει, όπως δηλώνει και η συγγραφέας."

Η Α. στο A Book Blog


"Ο τρόπος που η Κατερίνα Μαλακατέ αναπτύσσει την ιστορία της, η σφιχτοδεμένη πλοκή που περιστρέφεται γύρω από ένα σύμβολο, η γλώσσα που χρησιμοποιεί-βαθιά ριζωμένη στο σήμερα, το παιχνίδισμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπερπραγματικότητα, οι έννοιες με τις οποίες καταπιάνεται, δε θυμίζουν λογοτέχνη της χώρας μας, παρά το γεγονός ότι η αφήγηση ξεκινά αλυσοδεμένη στη σύγχρονη πρωτεύουσα και ολοκληρώνεται μέσα από το σχήμα του κύκλου με μια συμπυκνωμένη, παιγνιώδη, αποδεκτή κοινωνικοθρησκευτική σύμβαση.

Αυτή η σύζευξη του υπαρκτού και του ανύπαρκτου αρμονικά δοσμένη από την αφηγηματική τεχνική της που μετεωρίζεται ανάμεσα στο αληθινό και το πλασματικό, δίνουν ομαλότητα, αρτιότητα, τελειότητα στο πυκνογραμμένο κείμενο που θυμίζει έργο ισπανόφωνης πεζογραφίας."

O Θωμάς Νότας "Στο Μυαλό ενός φιλολόγου"


Είναι ένα ευχάριστο ... σκούντημα να συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν να εκφράζονται λογοτεχνικά. Η αναγνωστική εμπειρία γίνεται τότε ένα διεγερτικό χάδι. Και αυτό το χάδι μου έδωσε το πρώτο βιβλίο της Κατερίνας Μαλακατέ με τον τίτλο "Κανείς δε θέλει να πεθάνει". Τίτλος που σε υποβάλλει σε ένα μεταφυσικό προβληματισμό πριν καν ξεκινήσεις το διάβασμα. Θάνατος και αθανασία. Θνητότητα και θεϊκότητα λοιπόν. Ο Πλάτωνας αναφέρει κάπου στο "Συμπόσιο" διά στόματος Σωκράτη ότι ο θεός μένει αθάνατος επειδή έχει την ικανότητα να είναι ο ίδιος, ενώ ο άνθρωπος μένει αθάνατος, γιατί αποκτά απογόνους. Με την έννοια της αθανασίας παίζει λοιπόν και η Μαλακατέ. Στην αρχή με ένα πιο κωμικό και ανάλαφρο πνεύμα, το οποίο όμως σοβαρεύει όσο εξελίσσεται η ιστορία που σου δημιουργεί πολλά ερωτήματα.

Ο Γιάννης Αντάμης στο doctv:


Η πιο δραστήρια κριτικογράφος της γενιάς μου έκανε το μεγάλο βήμα και κυκλοφόρησε την πρώτη της νουβέλα. Μια ατμοσφαιρική αφήγηση που έρχεται να εμβαπτίσει στον κόσμο του φανταστικού τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητά μας – αυτός ο παραισθησιακός ρεαλισμός σίγουρα μας ταιριάζει. Το να βάζεις τους νεοφώτιστους ήρωές σου να «παίζουν» με θέματα τόσο σοβαρά, όπως η ύπαρξη του Θεού, η μοίρα και η αθανασία, δεν είναι απλώς θράσος λογοτεχνικό, είναι γνήσια συγγραφική αγωνία.

Ο Δημήτρης Τερζής στο Ray's Stories :



Η Κατερίνα Μαλακατέ βούτηξε από νωρίς στα βαθιά μ' ένα θέμα "απαγορευμένο" για πολλούς, αυτό του θανάτου και της διαχείρισής του. Αρχικά και μόνο γι' αυτή την επιλογή της, της βγάζω το καπέλο. Στη συνέχεια έκανε κάτι εξαιρετικά έξυπνο. Αντί ν' αναλωθεί σε μελοδραματισμούς και σε πολυσέλιδη ανάλυση και παρουσίαση του πένθους, της ματαιότητας, της απουσίας, αρπάζει την ιστορία αντίστροφα και την ενισχύει με το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης. Ναι, ο άνθρωπος είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει. Ναι, ο έρωτας είναι το αντίδοτο, το ελιξίριο της αθανασίας. Ναι, ζωή ολόκληρη είναι η ζωή που ο κάτοχός της την έζησε και δεν την σπατάλησε σε "πρέπει" και "ίσως". Κάπου εκεί φαίνεται και η θεϊκή προέλευση του ανθρώπου. Κάπου εκεί ολοκληρώνεται και η απελευθέρωση του πνεύματος από τη σάρκα. "Είμαι μια φτωχή ψυχή που κουβαλάει ένα πτώμα" έγραφε ο Μάρκος Αυρήλιος και πάνω σ' αυτό το μότο πατάει η ιστορία κι εξελίσσεται. Παράλληλα, το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι εξαιρετικά οικείο στο αναγνώστη απ' τις ειδήσεις και την καθημερινότητα, γεγονός που αποτελεί την "άγκυρα" νομίζω, ώστε το βιβλίο να μην ξεφύγει στη θάλασσα και χάσει το νόημά του. 
Ο λόγος είναι άμεσος και οικείος. 
Η Κατερίνα Μαλακατέ νομίζω ότι θα μας απασχολήσει ξανά το ίδιο ευχάριστα στο μέλλον...


Και ο Νίκος Γιαννόπουλος μου πήρε μια μικρή διαδικτυακή συνέντευξη στο ΔΥΟ



Η επόμενη παρουσίαση του βιβλίου θα είναι στην Πάτρα, κάποια στιγμή μες στον Μάιο.


8/4/14

"Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή", Yoko Ogawa



Ιδιαίτερη πάντα η γραφή της Γιόκο Ογκάουα, που κατοχυρώθηκε στις αγαπημένες μου έπειτα από το "Άρωμα πάγου". Μια διαφορετική φωνή που εκφράζει την νέα γενιά Ιαπωνικής λογοτεχνίας, πατώντας στο παλιό αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο καινούργιο. "Ο αγαπημένος τύπος του καθηγητή" είναι ένα βιβλίο που ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στα μαθηματικά και την λογοτεχνία, χωρίς ούτε το ένα ούτε το άλλο να χάνει την χάρη του. 

Η αφηγήτρια είναι μια τριαντάχρονη οικιακή βοηθός που πιάνει δουλειά στο σπίτι ενός εξηντατετράχρονου καθηγητή μαθηματικών που είναι δοσμένος στην επιστήμη του. Ο καθηγητής έπαθε ένα ατύχημα πριν κάποια χρόνια κι έτσι η μνήμη του για τα πρόσφατα γεγονότα δεν κρατά παρά 80 λεπτά. Όμως η ικανότητα του να λύνει μαθηματικά προβλήματα ανώτερου επιπέδου παρέμεινε απείραχτη. Η οικιακή βοηθός προσπαθεί να τον βοηθήσει, αρχίζει να τον συμπαθεί ακόμα κι αν ξέρει πως κάθε πρωί δεν την αναγνωρίζει, πως θα πρέπει να του δείξει το χαρτάκι με το σκίτσο της που κρέμεται από το σακάκι του για να καταλάβει ποιά είναι. 


"Εντούτοις, μιας και μιλάω για τα ρούχα εκείνο που πιο πολύ με έκανε να σαστίσω ήταν ο αριθμός των χάρτινων σημειωμάτων που κρέμονταν σχεδόν παντού πάνω στο κοστούμι του. Ήταν καρφιτσωμένα στο πέτο, τα μανίκια, τις τσέπες, τα στριφώματα, τη ζώνη του παντελονιού, τις κουμπότρυπες κι όπου αλλού μπορούσε να φανταστεί κανείς".


Παρά τις αντίξοες συνθήκες ανάμεσα στην οικιακή βοηθό και τον καθηγητή αναπτύσσεται μια σχέση τρυφερή, η οποία βαθαίνει όταν ο καθηγητής γνωρίζει τον μικρό της γιο που τον βαφτίζει ρουτ, γιατί το σχήμα του κεφαλιού του του θυμίζει το σύμβολο της τετραγωνικής ρίζας. 


Το βιβλίο με έκανε να θυμηθώ κάποια από τα βασικά μαθηματικά μου, κατάφερε να μου κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Το γράψιμο της Ογκάουα έχει την ικανότητα να σε κάνει να νιώθεις οικεία με τους ήρωες κι αυτά που συμβαίνουν, κι ας κρατά τις αποστάσεις της, σαν γνήσια Γιαπωνέζα. Το θεωρώ κατώτερο από το "Άρωμα πάγου", όμως αν έπρεπε να βάλω πρόσημο στην ανάγνωση, θα ήταν σίγουρα θετικό. Η γητειά των κομψών μαθηματικών σε συνδυασμό με ένα ατόφιο λογοτεχνικό ταλέντο. 


"Μια πραγματικά ορθή απόδειξη, με τέλεια σταθερότητα και ευκαμψία και χωρίς την παραμικρή ρωγμή είναι κάτι που δημιουργεί μια αρμονία χωρίς αντιφάσεις. Υπάρχουν άπειρες αποδείξεις που ακόμα και χωρίς το παραμικρό λάθος είναι τόσο κραυγαλέες και άσχημες που καταντάνε εκνευριστικές. Καταλαβαίνετε άραγε; Όσο αδύνατο είναι να εξηγήσει κανείς γιατί τα αστέρια είναι όμορφα, άλλο τόσο είναι και να εκφράσει την ομορφιά των μαθηματικών."


"Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή", Γιόκο Ογκάουα, μετ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα, 2010, σελ. 293



6/4/14

"Αλλάζει πουκάμισο το φίδι", Κώστας Ακρίβος




Αναμφίβολα διαφορετικό το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου- κάτι ανάμεσα σε μυθιστόρημα, μαρτυρία και αυτοβιογραφία- ξεκινά με αφορμή ένα περιστατικό, και με βάση μια μάλλον υποτυπώδη πλοκή, μας δίνει ένα σωρό μικρά επεισόδια, ιστορικά, ανεκδοτολογικά, ταξιδιωτικά, ικανά να απαντήσουν στο ερώτημα «Είμαι τυχερός που γεννήθηκα Έλληνας;»

Ο ήρωας- αφηγητής- συγγραφέας αντιμετωπίζεται με χλευασμό από έναν χαμαμτζή στην Ανδιανούπολη όταν του λέει πως είναι Γιουναν. «Γιουνανιστάν καπούτ, φαλιμέντο» του λέει ο Τούρκος. Οι λέξεις τον πληγώνουν ανεπαρνόθωτα. Μια περίοδος συγγραφικού μπλοκαρίσματος τον ωθεί να ξεκινήσει 7 ταξίδια στην Ελλάδα. Στον κάθε τόπο μια κουβέντα, ένα ιστορικό πρόσωπο, μια μικρή ιστορία ανθρώπων μας αναγκάζει να δούμε ένα κομμάτι του πολιτισμού μας, του χαρακτήρα των Ελλήνων, της κληρονομιάς μας.

"Σκέφτηκα πως μια μπορεί να είναι η σωστή απάντηση, ο αρχηγός, ο ρόλος του ηγέτη. Πόσο σημαντικό είναι στις κρίσιμες περιπτώσεις να υπάρχει κάποιος που θα αναλάβει να γίνει μπροστάρης, να ανοίξει δρόμους, να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει, κάποιος που δεν θα φοβηθεί να προτάξει τα στήθη του στον εχθρό."

Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην εθνική περηφάνια και τον εθνικισμό δεν ξεπερνιέται ποτέ, ο συγγραφέας μας μιλά για άγνωστα ιστορικά περιστατικά, για αγνούς ανθρώπους, την θρησκεία, την συγγραφή, την κατάσταση. Το κείμενο βρίθει πραγματολογικών στοιχείων και διακειμενικών αναφορών. Το βασικό του ατού είναι πως τελικά δεν επιχειρεί να απαντήσει στο  «Πως θα βγούμε από την κρίση». Μόνον να μας θυμίσει με φωτογραφίες, μουσικές, λογοτεχνία κι ανθρώπους πως κάποια πράγματα αξίζουν ακόμα.

"Αλλάζει πουκάμισο το φίδι", Κώστας Ακρίβος, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σελ. 434

3/4/14

JJ Blues* του Μαραμπού




    Απ' όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα που γνωρίζω, ή έστω αναγνωρίζω δειλά δειλά καθώς διαβάζω όλο και περισσότερα βιβλία, εκείνο που τέρπει και παράλληλα βασανίζει την ψυχή μου όσο όλα τα υπόλοιπα μαζί, είναι ο λεγόμενος μοντερνισμός, των αρχών του περασμένου αιώνα, με κύριο εκφραστή τον Τζέιμς Τζόυς. Σπουδαία τα οφέλη του μοντερνισμού στην παγκόσμια λογοτεχνία, δεν το αμφισβητούν αυτό παρά ελάχιστοι. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει πολλούς και τρομάζει κάποιους άλλους, είναι η χρήση της γλώσσας.
    Η γλώσσα είναι εξαιρετικά εύπλαστο εργαλείο – σαν χρωματιστή πλαστελίνη. Μπορείς να την πλάθεις για ώρα μέσα στα χέρια σου, για να την ζεστάνεις και να την μετατρέψεις σε λεπτές και μακριές λωρίδες ή να την στύβεις στην παλάμη σου με επιμονή, αυξάνοντας την πυκνότητά της αλλά αφαιρώντας της το σχήμα˙ τα αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις, μπορούν να είναι εντυπωσιακά.
      Ανέκαθεν με γοήτευε η γλώσσα. Στο σχολείο, αγαπούσα την ορθογραφία, την γραμματική και το συντακτικό. Μου άρεσε η έκθεση, αν και ταλαιπωρήθηκα για να την διδαχθώ. Εκείνο το παιδικό “Σκέφτομαι και γράφω” ήταν μια συνεχής – τώρα το συλλογιέμαι! – άσκηση μαθητείας, ένα μάθημα που με χαροποιεί που το πέρασα με επιτυχία, την στιγμή που πολλοί γύρω μου δεν μπορούν να γράψουν, και ίσως ούτε καν να σκεφτούν! Στην Αντιγόνη δεν με τραβούσε η ιστορία της αλλά, οι ασκήσεις/γυμνάσια που υπέβαλε ο καθηγητής στους μαθητές του. Είχα γίνει ειδικός στο να εντοπίζω το απαρέμφατο στο πρωτότυπο κείμενο! 
Με τον καιρό άρχισα να αποβάλλω εκείνη την μηχανιστική απεικόνιση της γλώσσας (μετά βίας μπορώ να αναφέρω με σιγουριά τρία επιρρήματα ή να απαριθμήσω τις υποκατηγορίες των αντωνυμιών) και στην θέση της να υιοθετώ μια πιο σφαιρική αντίληψη˙ έμαθα να οδηγώ άλλα ξέχασα σχεδόν ολοκληρωτικά τις λειτουργίες του κινητήρα. Εντόπιζα με ευκολία τα λάθη στην (αν)ορθογραφία των άλλων αλλά δεν μπορούσα να αιτιολογήσω γιατί έπρεπε να προτιμηθεί το τάδε φωνήεν και όχι το δείνα. Άκουγα φράσεις όπου το συντακτικό φυτοζωούσε μέσα στα στόματά τους και δεν τολμούσα να επέμβω μήπως και φανώ αγενής, παρά το άφηνα να πεθάνει, εντείνοντας έτσι την στοματική κακοσμία. Θυμάμαι μια φορά, σε μια συζήτηση με την παρέα μου, είχα χρησιμοποιήσει την λέξη “εξ' ημισείας” αντί του φτωχότερου και πιο κοινού,“μισό-μισό” ή στην “μέση”. Είχε γίνει το πείραγμα του καλοκαιριού! Δεν ήταν μια άσκοπη επίδειξη εξεζητημένου λόγου από μέρους μου, απλώς ήθελα να δω πώς ηχούν διάφορες λέξεις μέσα στις φράσεις, πού θα ήταν περισσότερο ταιριαστές και πόσο καλά καταφέρνουν ν' αναδεικνύουν την δύναμη αυτού που λέγεται. Με λίγα λόγια, άρχισα να κάνω μία διαισθητική χρήση της γλώσσας μου που πολλαπλασιάστηκε μέσω της ανάγνωσης και των νέων τρόπων έκφρασης που εκείνη κατά καιρούς μού πρόσφερε. Δεν γράφω (και κυρίως δεν μιλώ) τέλεια, όμως έμαθα να αυτοπροσδιορίζομαι μέσω της γλώσσας και να προσπαθώ να μάθω καλύτερα τον εαυτό μου, αν εγώ είμαι η γλώσσα μου δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να νιώθω φτωχός και ανεπαρκής. 
      Με μια τέτοια “ασθένεια” να τρώει τις σάρκες μου, είναι εύλογο πως όταν συνάντησα πρώτη φορά την ιάσιμη γλώσσα του Τζέιμς Τζόυς, έκλαψα από ευγνωμοσύνη. Ο Τζόυς έφτιαχνε μορφές με την πλαστελίνη, συμπαγείς και πυκνές, κάνοντας μερικές μικροσκοπικές χαρακιές και κοιλότητες μ' ένα αιχμηρό μαχαίρι, ίσα ίσα για να προσδώσει ένα σχήμα και όταν ρωτούσε τους οικείους του, “Κοιτάξτε τι έφτιαξα!”, εκείνοι κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι τους και απαντούσαν, “Μπράβο! Είναι πολύ ωραίο!”, χωρίς να ξέρουν αν είναι όντως ωραίο ή έστω αν είναι κάτι!
Η γλώσσα του πέρασε από πολλά στάδια μέσα από τα έργα του για να καταλήξει (πολλοί κακεντρεχείς ίσως αντιλαμβάνονται την λέξη “καταλήξει” με την έννοια του “πεθάνει”!) στο παραληρηματικό και ακατανόητο, Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Πριν φθάσει ως εκεί όμως, έκανε μια στάση στο Κονάκι του Φιν, το οποίο “είναι και δεν είναι ο κόσμος της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν”. Τα κείμενα που συγκεντρώνονται σε αυτό το βιβλίο είναι μερικά μικρά έπη/θρύλοι της Ιρλανδίας, με έκταση όχι μεγαλύτερη από τρεις σελίδες το καθένα, “που εστιάζουν στις ιστορικές ή μυθολογικές στιγμές οι οποίες διαμόρφωσαν την Ιρλανδία”. Τα κείμενα αυτά βρέθηκαν ανάμεσα στα χειρόγραφα του Τζόυς, αλλά επειδή ήταν ανάκατα (και όχι εμφανώς ξεχωρισμένα) με τα χιλιάδες χειρόγραφα της Αγρύπνιας και επειδή κάποια κομμάτια του κειμένου του Φιν χρησιμοποιήθηκαν από τον Τζόυς σε μερικά όψιμα κεφάλαια της Αγρύπνιας, θεωρήθηκε λανθασμένα ότι το Κονάκι του Φιν αποτελεί τις πρώιμες γραφές της Αγρύπνιας. “Το Κονάκι του Φιν – ένα μέρος όπου κόσμος πάει κι έρχεται – γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στον Οδυσσέα και την Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Το Κονάκι του Φιν είναι ολοκληρωμένο έργο από μόνο του και συνάμα μια θαυμάσια, κωμική και ευκολοδιάβαστη εισαγωγή στα κομβικά θέματα και στους χαρακτήρες του διαβόητου δύσκολου μεταγενέστερου έργου”.

“Κυρά, ήταν ανείπωτα θεσπέσια η όλη εκείνη αίσθηση. Η θάλασσα, με μια όμορφη απόχρωση με τα καλύτερα θέλγητρα της φύσης κοσμημένη, με τα κύματά της τα καλότροπα (κι όλα τα κακότροπα τα λερά τ' απαίσια και τα τραχιά από του Μπέλφαστ και του Λάγκαν Λαφ τη γειτονιά δεόντως κλειδωμένα σ' έναν περιστεριώνα) κι έμοιαζαν πανέμορφα μες στης νυχτιάς τη μέση κι αυτός να είναι όσο πιο εμφατικά γινόταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση και οι καιρικές συνθήκες άλλο να μην είναι δυνατόν να βελτιωθούν. Εύγε και πάλι εύγε στη θάλασσα την ωραία. Ο ρόλος όλος τη θέλει μέλι να κυλάει να φιλάει να λαλάει στον διόλου κενό ολοένα καινό ωκεανό. Να σου κόβει την ανάσα η ομορφιά της, της Ιρλανδίας η πιο εύμορφη, κι όλο να κοιτάζει από εκείνο το ύψος της μιας γιάρδας εκατοντριανταδύο γραμμές οι βαθιασθάλασσας ματάκηδες κοίταζαν Ω κοιταζαντρελαμενοικοίταζαν βαθιά μες στα βαθυγάλαζα ωκεάνιά της μάτια.”
Αυτή η γλώσσα είναι άκρως ποιητική και αναγνωστικά ελκυστική. Εκείνο που εντυπωσιάζει στο μικρό αυτό βιβλιαράκι, πέρα από τα ίδια τα κείμενα του Τζόυς, τον πρόλογο του Danis Rose, την εξαίρετη μετάφραση και το απολαυστικότατο επίμετρο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, είναι η εισαγωγή του γνωστού Ιρλανδού ποιητή Seamus Deane, στην οποία για κάθε κειμενάκι του Τζόυς προσπαθεί να μας αποκαλύψει τις συνδέσεις με τα ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα της Ιρλανδίας. Είναι εκπληκτικό πόση Ιρλανδική ιστορία χωράει σε μόλις δύο σελίδες γραπτού λόγου! Βέβαια, αυτή η προσπάθεια αποκωδικοποίησης (μάλιστα, για τον Οδυσσέα “ένας κάποιος παράφρων γραφειοκράτης θα πει ότι ήταν ένας κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες!”) κινείται στα χωράφια της λογοτεχνικής κριτικής και της φιλολογικής μελέτης. Για μένα απομένει μόνο η γλώσσα, αυτή που αναζητούσα από την αρχή.

Συνήθως, όταν μιλάμε για την γλώσσα ενός συγγραφέα, εννοούμε το προσωπικό του ύφος, τον τρόπο που την χρησιμοποιεί για να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Εκείνοι όμως που, μέσα στο λογοτεχνικό τους σύμπαν επινόησαν μια καινούρια γλώσσα, είτε με μεγάλη είτε με μικρή επιτυχία, με γεμίζουν με απέραντη ευχαρίστηση και γλωσσικές γνώσεις που δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ (αφού τις φαντάστηκε πρώτος κάποιος άλλος!!). Αν, λοιπόν, κάποιος περηφανευτεί ότι μιλάει πολλές ξένες γλώσσες, απαντήστε πως και εσείς μιλάτε αρκετές γλώσσες, ότι μιλάτε με μεγάλη επάρκεια γλίγλικα, ότι όταν είστε πολύ κουρασμένοι αφήνεστε στην διάλεκτο των wakish ή τουλάχιστον, μπορείτε να συνεννοηθείτε αν συναντήσετε κάπου έναν Χούυμνο. 
Ο Τζόυς στην μετάφραση χάνει πολύ, υποψιαζόμαστε όλοι μας που γνωρίζουμε τι και πώς περίπου το γράφει. Ωστόσο, η προσπάθεια μετάφρασής του παραμένει αξιοθαύμαστη πράξη και εμένα με βρίσκει συμπαραστάτη της. Η πρώτη ελληνική μετάφραση  της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν έγινε πρόσφατα από τον Ελευθέριο Ανευλαβή, τον γιατρό που είχε γίνει γνωστός για την αθυροστομία του μέσα από τις εκπομπές του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Ένας γιατρός που, μάλλον δεν επιθυμεί να δρέψει δάφνες μεταφραστικής δεινότητας, αποφασίζει να μεταφράσει αυτό το βιβλίο του Τζόυς, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει την μεγάλη αγάπη που τρέφει για τον συγγραφέα και το συγγραφικό του έργο. Κάποια στιγμή, όταν μαζέψω τα απαιτούμενα λεφτά, θα αγοράσω (και ίσως προσπαθήσω να διαβάσω!) την Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Μέχρι τότε όμως, ευγνωμονώ εκείνον που πραγμάτωσε τη δυνατότητα να το διαβάσω στην γλώσσα μου!
Στο αυτί του βιβλίου του Φίλιπ Ντικ, ο Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο, στα λίγα βιογραφικά που αναφέρει, λέει επίσης ότι ο Ντικ έτρεφε μια λατρεία για την Αγρύπνια των Φίννεγκαν του Τζόυς και το διάβαζε κάθε τόσο. Αυτή η ξεχωριστή μνεία, μ' έκανε να φανταστώ ότι η Αγρύπνια, που αν ψάχνει κανείς μια γενική περίληψή της, θα λέγαμε πως είναι η καταγραφή της γλώσσας των ονείρων, μ' αυτό κατά νου λοιπόν, φαντάστηκα ότι οι αλλεπάλληλες αναγνώσεις της Αγρύπνιας πυροδότησαν την φαντασία του Ντικ με όλα τα γνωστά θαύματα που εκείνη γέννησε πάνω στο χαρτί! 
Το τέλος ετούτης της μεγάλης ανάρτησης ας ταυτιστεί με το τέλος της κηδείας του Τζόυς, εκεί όπου “ ένας Βρετανός υπουργός είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν λογοτεχνικά αριστουργήματα”. Αν κρίνω από τους Όσκαρ Ουάιλντ, Τζέιμς Τζόυς, Σάμουελ Μπέκετ, Λώρενς Στερν, Τζόναθαν Σουίφτ, που τους αγαπώ πολύ και τους θεωρώ κορυφαίους, τότε δεν μου περισσεύουν και πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλω. 

                                                                                               Μαραμπού


"Το κονάκι του Φιν", Τζέιμς Τζόυς, μετ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιος, σελ. 120, 2014

* Δανείστηκα τον τίτλο του επιμέτρου του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη γιατί μου άρεσε πολύ!

1/4/14

"360", Αχιλλέας Κυριακίδης



Το να ξεκινήσει να γράφει κανείς για το βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι σχεδόν τρομακτικό. Όταν έχει καταφέρει ο συγγραφέας να φτάσει σε τέτοια επίπεδα συγγραφικής ωριμότητας είναι αδύνατο οποιοδήποτε κείμενο να είναι δίκαιο απέναντί του.

Το "360" είναι μια μεστή, πυκνή, κατακερματισμένη νουβέλα, που δεν αφήνει περιθώρια για πολλές κριτικές, θα πρέπει κανείς να το διαβάσει, όχι μια, όχι δυο, υποψιάζομαι πως η τρίτη είναι εκείνη η ανάγνωση που φέρνει την κατανόηση. Όλα στηρίζονται σε ένα απλό γεγονός, ένα ταξί χτυπά έναν πεζό. Έπειτα ξεκινά το χάος, ένα χάος ενορχηστρωμένο, αποσπασματικό, σχεδόν ακατάληπτο που όμως μοιάζει σαν να στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του για να στήσει ένα μωσαϊκό χαρακτήρων και ιστοριών εξαιρετικό. Τα πάντα τελειώνουν όταν πια το ταξί έχει χτυπήσει τον πεζό. Σε 30 δευτερόλεπτα.

"Το ταξί δεν σταμάτησε στη διάβαση πεζών. Το σώμα δέχτηκε το χτύπημα στη δεξιά κνήμη, απογειώθηκε, έφερε μιάμιση περιστροφή στον αέρα, σαν να ασκούνταν σε κατάδυση με μικρομεσαίο βαθμό δυσκολίας, τσακίστηκε στη στέγη του οχήματος που στο μεταξύ είχε ακινητοποιηθεί στριγκλίζοντας, και προσεδαφίστηκε με το κεφάλι ανοιγμένο νεκρώσιμα και το ένα γόνατο τελεσιδίκως γυρισμένο."

Οι μουσικές, οι εικόνες, οι βιβλιοφιλικές αναφορές είναι αριστοτεχνικά τοποθετημένες σε ένα αφήγημα που μετά βίας φτάνει τις 60 σελίδες κι ας περικλείει υλικό ικανό να γεμίσει πολύ περισσότερες. Το βιβλίο παίζει με τον χώρο, τον χρόνο, τις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους, μας γνωρίζει με τους χαρακτήρες που είναι απλοί, καθημερινοί αλλά ταυτόχρονα άπιαστοι. Ο συγγραφέας αφήνει τις κλωστές να κρέμονται, τις ιστορίες στα όρια της κορύφωσης, τους ήρωες του γνωστούς μα και άγνωστους∙ κι η λύτρωση δεν έρχεται παρά με το θάνατο.  

"360", Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη, 2013, σελ.62


Υ.Γ.42 Ένας φίλος με ρώτησε αν διαβάζοντας την νουβέλα του Κυριακίδη ένιωσα πως πρέπει να σταματήσω να γράφω. Η απάντηση είναι όχι. Είναι πάντα χαρά να διαβάζεις βιβλία γραμμένα από ολοκληρωμένους συγγραφείς, που μπορούν με τέτοια βεβαιότητα να διασπάσουν την ιστορία τους και το αποτέλεσμα να είναι τόσο άρτιο. Όμως η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία, πως κάποτε θα το καταφέρεις κι εσύ.

Υ.Γ. 42-2 Το βιβλίο έχει μόλις 5 ευρώ.