26/2/15

"Καναδάς", Richard Ford



Εξαιρετικά λεπτολόγος στην γραφή του ο Ρίτσαρντ Φόρντ, ξεμπερδεύει με τα βασικά της ιστορίας σχεδόν από την αρχή στον «Καναδά». 


"Θα μιλήσω πρώτα για τη ληστεία που διέπραξαν οι γονείς μου. Στην συνέχεια για τους φόνους που έγιναν αργότερα." 


O Ντελ Πάρσονς, ένας 65χρονος πια δάσκαλος Αγγλικών, μας αφηγείται μέσα από τα μάτια του 15χρονου εαυτού του τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την μοίρα του, την ζωή και την προσωπικότητά του. Ο Ντελ και η αδελφή του Μπέρνερ ζούσαν με τους γονείς τους στο Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα. Είχαν καταλήξει εκεί ως οικογένεια μετά από αρκετή περιπλάνηση, μιας και ο πατέρας τους, Μπεβ, ήταν σμηναγός. Η μητέρα τους, Νίβα, ήταν μια μικροκαμωμένη και κάπως άσχημη Εβραία που ένιωθε συνεχώς πως δεν ανήκει ανάμεσα στους στρατιωτικούς και δεν ήθελε τα παιδιά της να αφομοιωθούν. Ο πατέρας του ήταν ένας γοητευτικός άντρας, όχι εξαιρετικά έξυπνος, που έστηνε μικροκομπίνες στην αεροπορία. Στο Γκρέιτ Φολς βρέθηκαν όταν αποστρατεύτηκε. 

Μια απάτη του πατέρα τους που πήγε στραβά ώθησε τους δύο γονείς, φαινομενικά τους πιο απίθανους ανθρώπους για να αποφασίσουν κάτι τέτοιο, να οργανωσουν την ληστεία μιας τράπεζας. Τους έπιασαν σχεδόν αμέσως, και τα παιδιά για να αποφύγουν το ορφανοτροφείο διάλεξαν διαφορετικούς δρόμους. Η Μπέρνερ το έσκασε ενώ ο Ντελ, ακολουθώντας τις οδηγίες της μητέρας του και μια οικογενειακή φίλη, βρέθηκε στον Καναδά στην εποπτεία ενός πολύ περίεργου ανθρώπου. 

Με ρυθμό κάποτε οδυνηρά αργό, ο «Καναδάς» είναι ένα από κείνα τα βιβλία που μένουν στη μνήμη γιατί έχουν μια μεγάλη ιστορία να πουν, μια πλατιά αφήγηση που αφήνει μέσα σου τα σημάδιά της. Πρώτο και βασικό θέμα, πως μπορεί μια στιγμή όλη κι όλη να καθορίσει τον μετέπειτα βίο σου. Αλλά και το πώς η πραγματικότητα ώρες ώρες μοιάζει εντελώς εξωπραγματική, σα να στήθηκε εκεί για να την παρακολουθήσεις ανήμπορος και αδύναμος να την καθορίσεις. 


«Ωστόσο είναι παράξενο τι σε κάνει να σκέφτεσαι για την αλήθεια. Σπάνια έχει σχέση με τα συμβάντα της ζωής σου. Τότε έπαψα κι εγώ για λίγο να σκέφτομαι την αλήθεια. Φαινόταν αδύνατο να βρεθούν τα πιο λεπτά σημεία της ανάμεσα στα γεγονότα. Κι αν υπήρχε κάποιο κρυφό σχέδιο, η ζωή δεν το φώτιζε σχεδόν ποτέ.»


Τον αφηγητή και πρωταγωνιστή ταλανίζουν απορίες για το τι θα συνέβαινε αν· αν ας πούμε ο πατέρας του υλοποιούσε το αρχικό σχέδιο κι έπαιρνε εκείνον για συνεργό στη ληστεία, αν η αδελφή του δεν το έσκαγε, αν εκείνος δεν βρισκόταν στον Καναδά, αν δεν συνέβαιναν οι φόνοι. Η ειμαρμένη, αν και κάτι τέτοιο ποτέ δεν λέγεται ανοιχτά, είναι συνεχώς στο μυαλό του. Είναι ή δεν είναι η ζωή μας προκαθορισμένη. 


«Μήπως είχε το «δολοφόνος» γραμμένο στο κούτελό σου πριν καν διαπράξεις το έγκλημα;»


Και τελικά, τι είναι ευτυχισμένη ζωή. Τι ορίζει πως μια ζωή που οδεύει προς το τέλος ήταν ή δεν ήταν επιτυχημένη. Ο ώριμος αφηγητής, που διηγείται με τέτοια ενάργεια την ξεχωριστή του εφηβεία, είναι ένας από τους πιο στιβαρούς της λογοτεχνίας. Ο Ντελ Πάρσονς, ανθρωπάκι στην ουσία του, αγγίζει τα φιλοσοφικά και πανανθρώπινα ερωτήματα με ακρίβεια μεθοδική, σχεδόν χειρουργική. Αυτό που καταφέρνει ο Ρίτσαρντ Φορντ είναι να γράψει μια ιστορία με σφιχτοδεμένη πλοκή, όπου η πλοκή στην τελική δεν έχει καμία σημασία. Γιατί η γλώσσα και ο τρόπος της αφήγησης σπάνε κόκκαλα. 

Ο «Καναδάς» ευτύχησε στην μετάφραση. Δεν ξέρω αν όπως λέει ο Τζον Μπάνβιλ είναι «ένα από τα πρώτα «μεγάλα» βιβλία του 21ου αιώνα». Πάντως βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για τον χαρακτηρισμό- κάπως πολυφορεμένο- αριστούργημα. 




«Καναδάς», Ρίτσαρντ Φορντ. Μετ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Πατάκης, 2014, σελ. 553












23/2/15

«Άγγελος Εσμεράλντα», Don Delillo



Εννέα διηγήματα που γράφτηκαν από το 1979 ως το 2011 περιλαμβάνει το «Άγγελος Εσμεράλντα» του Ντον Ντελίλο. Κι αν μια τέτοια συλλογή μοιάζει- αν μη τι άλλο- χωρίς χρονική συνοχή, ο αναγνώστης δεν το νιώθει καθόλου. Γιατί ο Ντελίλο σε αυτά τα πάνω από τριάντα χρόνια έμεινε πιστός στον υπερβατικό τρόπο γραφής του, στην μοναδική του ικανότητα ενώ μιλά για αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα, εσύ να έχεις την αίσθηση πως διαβάζεις επιστημονική φαντασία.

Από το αριστοτεχνικό «Δημιουργία» όπου ένα ζευγάρι βρίσκεται λόγω των συνθηκών κι έπειτα δεν βρίσκεται πια και τον «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» με τον αστροναύτη μαχητή στο διάστημα να κατακλύζεται από φιλοσοφικές ανησυχίες και νοσταλγία, ως το «Μπάαντερ Μάινχοφ» και τα πιο πρόσφατα «Σφυρί και δρεπάνι», «Μεσάνυχτα με Ντοστογιέφσκι» και «Η θεονήστικη», ο συγγραφέας εμπνέεται από την πραγματικότητα για να χτίσει πάνω της χαρακτήρες αλλόκοτους, διαφορετικούς, που ψάχνουν να βρουν τι είναι- όχι γιατί δεν χωρούν στο κοστούμι που τους έβαλε η κοινωνία, αλλά γιατί δεν κατανοούν καν ποιο είναι αυτό το κοστούμι.

Είναι εντυπωσιακό πως όλα τα διηγήματα κουβαλούν την ίδια τρέλα και φρεσκάδα. Πολλοί λίγοι συγγραφείς θα τολμούσαν την άμεση σύγκριση των κειμένων τους μέσα στα χρόνια από σελίδα σε σελίδα. Ο Ντελίλο όμως από την αρχή είχε μια διαίσθηση τέτοια που αυτά που στα τέλη του 1970 μοιάζαν ουτοπικά –ή δυστοπικά- λίγα χρόνια αργότερα θα ήταν πραγματικότητα. 

Ο τρόπος αφήγησης αποδεικνύει ξανά και ξανά πως η ανθρώπινη φύση- εκδικητική, κακιά, εξουσιαστική, ποιητική και συμπονετική- παραμένει αυτό, ανθρώπινη.

Σκεφτόμουν το ποδόσφαιρο στην ιστορία, την έμπνευση για πολέμους, συνθηκολογήσεις, όχλους που επελαύνουν καταστρέφοντας.Το παιχνίδι ήταν ένα παγκόσμιο πάθος, σφαιρική μπάλα, χορτάρι ή χλοοτάπητας, ολόκληρα έθνη με σπασμούς ανάτασης ή θρήνου. Αλλά τι σπορ είναι αυτό που δεν επιτρέπει τη χρήση των χεριών στους παίκτες παρά μόνον στον τερματοφύλακα; Τα χέρια είναι ουσιώδη ανθρώπινα εργαλεία, είναι εκείνα που γραπώνουν και κρατούν, που φτιάχνουν, παίρνουν, κουβαλούν, δημιουργούν. Αν το ποδόσφαιρο ήταν Αμερικάνικη εφεύρεση, δεν θα ισχυριζόταν κάποιος Ευρωπαίος διανοούμενος οτι η ιστορικά πουριτανική μας φύση μάς ώθησε να δημιουργήσουμε ένα παιχνίδι δομημένο πάνω σε αντιαυνανιστικές αρχές;

Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που σκέφτομαι οτι ποτέ πριν δεν είχε χρειαστεί να σκεφτώ. 

Κι αίσθηση που αφήνει είναι πως ο Ντελίλο θα μείνει κλασικός στις γενιές που θα 'ρθουν. Θρύλος. 

«Άγγελος Εσμεράλντα», Ντον Ντελίλο, μετ. Ελένη Γιαννακάκη, σελ. 285, 2014



17/2/15

«Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί», Νίκος Μάντης,




Συγκλονιστικό, αυτό είναι σε κάποια σημεία του το βιβλίο του Νίκου Α. Μάντη, από κείνα τα κείμενα που σε βουτάνε από το λαιμό, σε βγάζουν από την άμμο από όπου τόσον καιρό έχωνες το κεφάλι σου και σε ταρακουνάνε. Ήταν άσχημος ο ύπνος μου την μέρα που το άρχισα- και το τελείωσα- αλλά άξιζε τον κόπο. Μερικές φορές πρέπει να ξεβολευόμαστε από τις σταθερές μας, να κοιτάμε κι αλλού. 

Κι ύστερα έτρεχες έτρεχες έτρεχες και τα μάτια σου χόρτασαν λύπη σκοτάδι ερημιά κι είδες την πόλη την ώρα που κανείς δεν την βλέπει την ώρα που και τα πιο τελειωμένα πρεζάκια κοιμούνται μες στις καβάτζες του την είδες να αλλάζει πλευρό σαν γυναίκα αρχαία που την γαμάνε κι αυτή το γουστάρει γιατί το συνήθισε τόσους αιώνες να την παραβιάζουν και τώρα δεν μπορεί σαν τις άλλες τις όμορφες, τις παστρικές της Ευρώπης τις πόλεις που τα χουνε όλα νοικοκυρεμένα και ήσυχα αυτή θέλει αρσενικά όλο μίσος ν’ ασελγούν στο κορμί της ξανά και ξανά και να την περπατούν να την τρυπούν να την σκάβουν να της αλλάζουν τα φώτα να της βάζουνε φόκο δυναμίτες και βόμβες γιατί είναι γεροντοκαυλιάρα και πρόστυχη την τρέφει η βρόμα η δυσωδία η φτώχια και τα σκουπίδια σαν τις μουνόψειρες που την τρώνε κι εκείνη τις ξύνει με τις νυχάρες της και ματώνει κι όλο γκρινιάζει μουγγρίζει σαν λιονταρίνα στις μέρες της και γουστάρει να πηδηχτεί να την καρφώσουν γερά να την διεμβολίσουνε όλο κακία να της αργάσουν την μήτρα τη σάπια στρατοί σιχαμένοι απ’ τα παιδιά της τα κακομούτσουνα. 

Έτσι, χωρίς κόμματα και χωρίς ανάσα. Με γλώσσα κάποτε σκληρή αλλά πάντοτε ρέουσα και θέματα εξίσου δύσκολα· πρεζάκια, παιδιά που γεννιούνται παραμορφωμένα και για αυτό ανεπιθύμητα, γιάπηδες που προσπαθούν να χτίσουν την ζωή τους πάνω στα λεφτά τους, μετανάστες δεύτερης γενιάς που γίνονται χρυσαυγίτες, που καταρρέουν κάτω από την πίεση της πραγματικότητας.

Και βία.

Η κοινή συνισταμένη όλων των ιστοριών του Νίκου Μάντη είναι ο πόνος, ανθρώπινος, σχεδόν αποκρουστικά αηδιαστικός. Ο πόνος για αυτό που είσαι, για αυτό που σε ανάγκασαν να είσαι, για αυτό που θα γίνεις. Η Κρίση είναι το φόντο αλλά περισσότερα μετρά η κρίση μέσα μας. Αυτή που μας κλείνει στον φόβο, που μας αποξενώνει από αυτούς που αγαπάμε, από αυτούς που θα θέλαμε να αγαπήσουμε αλλά τελικά δεν.

Το παιδί-πουλί, άκουσα μια μαία να λέει στο διάδρομο – μιλούσε με κάποιον στο κινητό. Είναι ένα σύνδρομο που εμφανίζεται μία στο εκατομμύριο. Μακρόστενο κεφάλι, ραμφοειδής απόληξη αντί για μύτη και στόμα. Ατροφικά μάτια και αυτιά. Το δέρμα καλυμένο όλο με λεπτές φολίδες. Αυτό δεν είναι δικό μου, είναι ένα λάθος, είχε πει ο Αλέξης. Ένα ζωντανό εξάμβλωμα. Δεν θέλω καμία σχέση μαζί του. 

Ρωμαλέα γραφή, έντονη, εντυπωσιακή, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως μόνον έναν χρόνο πριν ο Μάντης μας έδωσε την εξίσου αριστοτεχνική, αλλά πολύ διαφορετική, «Άγρια Ακρόπολη». Κι αν κατά τη γνώμη μου η σύνδεση ανάμεσα στα κομμάτια του βιβλίου είναι πολύ χαλαρή για να χαρακτηριστεί «σπονδυλωτό μυθιστόρημα» κι εγώ θα το έλεγα «συλλογή διηγημάτων», αυτό καθόλου δεν μειώνει την αξία και τη δύναμή του. 

«Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί», Νίκος Α. Μάντης, εκδ. Καστανιώτη, 2014, σελ. 262


16/2/15

Η παθογένεια της ελληνικής(;) κριτικής (;) βιβλίου






Σήμερα δεν θα μπω ξανά στην χαρούμενη διένεξη κριτικός ή blogger γιατί έχω καταλήξει πως αυτή είναι άνευ ουσίας, μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν ο επίσημος- συχνά σπουδαγμένος αλλά μην βάζεις και το χέρι σου στην φωτιά- κριτικός με τον πιο ανέμελο, ρέμπελο και μάλλον αμελή blogger. Θα σας πω τι είναι αυτό που με κουράζει και σπανίως πια μπαίνω στον κόπο να διαβάσω "επίσημη κριτική". [Κάτι για το οποίο δεν είναι και πολύ περήφανη κι αρκετές φορές αυτή που χάνω είμαι εγώ, για να λέμε και τους στραβού το δίκιο].

Όμως η πλειονότητα των «κριτικών» γράφεται κάπως έτσι:

1. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Για τον α, β, γ, δ λόγο πρέπει να γράψω για αυτό. Αν είναι κανένα ελληνικό του σωρού ξεπατικώνω το δελτίο τύπου, το τμήμα μάρκετινγκ του εκδοτικού οίκου το έχει γράψει, κάτι θα ξέρουν περισσότερο από μένα. Που δεν το έχω διαβάσει. [Ο συγγραφέας, οι συγγενείς του και οι αναγνώστες το καταλαβαίνουν γιατί, ε, εντάξει δεν έχω μόνο εγώ την έμπνευση του δελτίου τύπου, την είχαν κι άλλοι].

2. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Πρόκειται όμως για παγκόσμιο κλασικό που επανεκδίδεται. Διαβάζω το δελτίο τύπου, μπαίνω στην Guardian, μετά μπαίνω στους NYT. E, αρκεί, καλά δεν είναι; 600 λεξούλες τις έχω στο τσεπάκι. [Βεβαίως ο αναγνώστης που έχει διαβάσει- ή θα- το βιβλίο θα με καταλάβει, αλλά τώρα ποιος μπαίνει στον κόπο να διαβάσει τους κλασικούς στην Ελλάδα;]

3. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Το βιβλίο είναι για τα μπάζα. Όμως για τον α, β, γ, δ λόγο πρέπει να γράψω για αυτό. Αρχίζω να θεωρητικολογώ. Εφευρίσκω μια συγγένεια με τον Ντοστογιέφσκι. Έπειτα μου φέρνει και λίγο από Καμύ. Κι από Νταν Μπράουν- αλλά αυτό δεν το λέω. Γράφω λίγη πλοκή. Και όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Ας καταλάβουν από την πλοκή βρε αδελφέ πως είναι μούφα. Όποιος με διαβάζει αρκετά θα καταλάβει. Ε, δεν έγραψα και την λέξη αριστούργημα. Αυτή είναι κομβικής σημασίας. 

4. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Το βιβλίο είναι καλό και του γούστου μου. Όμως για τον α, β, γ, δ λόγο δεν έχω κανέναν να με πιέζει να γράψω για αυτό. Έλα μωρέ, ίσως να μην ήταν και τόσο καλό. Τελικά. Ας μην γράψω.

5. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Το βιβλίο είναι καλό και του γούστου μου. Για τον α, β, γ, δ λόγο είμαι αναγκασμένος να γράψω για αυτό. Κοιτάω το δελτίο τύπου, κοιτάω και δυο άλλες κριτικές. Εμπνέομαι. Αρχίζω να γράφω. Μου θυμίζει Ντοστογιέφσκι. Α, και λίγο από Καμύ. Αλλά μωρέ έτσι ξερά θα το πω; Ανοίγω το λεξικό, βρίσκω μια εξαιρετική λέξη που δεν την ξέρει η μάνα της. Έπειτα κι άλλη μία. Σκέφτομαι τι μου μάθαν στην Σορβόννη. Οh, wait, μα δεν πήγα στην Σορβόννη. Ε, ποιος την γαμεί την Σορβόννη. Αν γράψω κι αυτήν την λέξη, κάποιος, κάτι θα με θαυμάσει. Η κριτική είναι αυθύπαρκτο κείμενο. Ίσως καν να μην χρειάζεται βιβλίο για να την γράψεις.

6. Έχω διαβάσει το βιβλίο. Είναι καλό, αλλά έχει τα θεματάκια του. Γράφω τα καλά στοιχεία, έπειτα τα κακά. Αναλογίζομαι αν αξίζει τον κόπο. Παίρνω θέση. Η κριτική μου χάνεται στο σωρό.

7. Έχω διαβάσει το βιβλίο, είναι του γούστου μου, είναι αριστούργημα. Θέλω πολύ να προάγω τον πολιτισμό και το συγκεκριμένο βιβλίο. Έχω τα φόντα να το κάνω. Γράφω ένα βαθύ, σημαντικό κείμενο· κατανοητό, απλό αλλά όχι απλοϊκό. Εμβριθές. Χάνεται στο σωρό.

Ομολογώ πως ο παραπάνω οδηγός μοιάζει υπεραπλουστευμένος. Και είναι. Γιατί υπάρχει καλή κριτική στην Ελλάδα. Υπάρχουν άνθρωποι που το αγαπούν βαθιά το βιβλίο. Κι αυτοί έπειτα από λίγο καιρό μπαίνουν στο παιχνίδι βεβαίως, νομίζουν πως γράφουν για το σινάφι, τον συγγραφέα, ξεχνούν πως γράφουν για τον αναγνώστη. 

Εκεί χάνεται για μένα η ουσία. Μόλις ξεχάσεις ποιος είναι ο αποδέκτης του κειμένου σου, μόλις θεωρήσεις πως δεν σε διαβάζει κανείς παρά μια δράκα άνθρωποι της συντεχνιακής φατρίας σου. Κι αποξενώνει τους κριτικούς και το βιβλίο από την πλειονότητα των αναγνωστών. Που θα ήθελαν να ξέρουν, να έχουν έναν άνθρωπο με γνώση που να τον εμπιστεύονται. Και να μην πρέπει κάθε φορά να αποκρυπτογραφήσουν ποιοι είναι οι λόγοι - συνήθως α, β, γ και δ- που πρέπει να γράψει το κείμενο.


15/2/15

Διαβάζοντας@amagi Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015 με καλεσμένη την Ιωάννα Μπουραζοπούλου.



Καλημέρα, καλημέρα. Είναι μεγάλη χαρά και τιμή η εκπομπή Διαβάζοντας @ amagi για την πρώτη ώρα της να φιλοξενεί σήμερα την Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Την δεύτερη ώρα θα μιλήσουμε για δυστοπίες [και θα διαβάσουμε κι ένα διήγημα του Grand Master Philip K. Dick].

Κληρώνουμε 3 αντίτυπα του καινούριου της βιβλίου "Η κοιλάδα της λάσπης", ευγενική προσφορά των εκδόσεων Καστανιώτης. Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση αφήστε σχόλιο εδώ ή κάντε λάικ σε κάποια από τις σημερινές αναγγελίες της εκπομπής στο facebook. 

Υ.Γ. 42 Για να ακούσετε την εκπομπή απλά μπείτε στο www.amagiradio.com. Για κινητά, ταμπλέτες και άλλα συναφή κατεβάστε την εφαρμογή TuneIn και βρείτε τον amagi.



13/2/15

«Φάλκονερ», John Cheever



Όταν πριν από περίπου έναν χρόνο* έπεσε στα χέριά μου «Ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες» του Τζον Τσίβερ ενθουσιάστηκα, αναρωτήθηκα γιατί δεν τον είχα ακούσει καν πριν, με έψεξα. Έπειτα βγήκε το «Φάλκονερ». Τώρα σκέφτομαι γιατί ο Τσίβερ θεωρείται καλύτερος διηγηματογράφος από μυθιστοριογράφος∙ αν έπρεπε να τα βάλω σε μια ζυγαριά, η πλάστιγγα θα έγερνε σαφώς υπέρ του «Φάλκονερ». Διότι εδώ μιλάμε για αριστούργημα, βιβλίο από κείνα τα λίγα που σε ανατριχιάζουν και σε βάζουν να σκεφτείς.

Ο καθηγητής Πανεπιστημίου Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, βρίσκεται κλεισμένος στην φυλακή Φάλκονερ για τον φόνο του αδελφού του. Είναι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, εθισμένος στην ηρωίνη έπειτα από δυο πολέμους, αφοσιωμένος στη σύζυγό του, μια ρηχή υστερική γυναικούλα, που δεν καταλάβαινε πως την αγαπούν, δημιουργούσε συνέχεια σκηνές, ίσα ίσα γιατί ήταν όμορφη, κι ένιωθε πως δεν είχε τον γάμο που της άξιζε.

Ιδού λοιπόν τι ήταν τότε ο γάμος τους- μήτε η κορυφή της σκάλας μήτε το κελάρυσμα των ιταλικών σιντριβανιών μήτε το θρόισμα του αέρα στα αλλοφερμένα ελαιόδεντρα, παρά ακριβώς αυτό: ένα ολόγυμνο αρσενικό κι ένα ολόγυμνο θηλυκό που κουβεντιάζουν για τα εντερικά τους.

Κατεστραμμένος από την παιδική του ηλικία, οι γονείς του άνθρωποι ανίκανοι να ορίσουν τον εαυτό τους, απαντά μόνος στην ερώτηση γιατί είναι ηρωινομανής. «Του φαινόταν φυσικό που ήταν ναρκομανής. Ανατράφηκε από ανθρώπους χωμένους στο λαθρεμπόριο. Όχι των σκληρών ναρκωτικών, αλλά των ακατάσχετων πνευματικών, διανοητικών και ερωτικών τονωτικών. Ήταν ο πολίτης, το προϊόν ενός μακρινού πριγκιπάτου σαν το Λιχτενστάιν. Από το παρελθόν του έλειπε το ορεινό σκηνικό, μα το διαβατήριο του ξεχείλιζε από βίζες, έκανε πνευματικό λαθρεμπόριο, μιλούσε τέσσερις γλώσσες κουτσά στραβά και ήξερε τα λόγια τεσσάρων εθνικών ύμνων.»

Ο Φάραγκατ, που ποτέ δεν διευκρινίζεται αν είναι αθώος ή ένοχος, στο σκληρό περιβάλλον της φυλακής, γιατί το Φάλκονερ είναι πέρα από τα άλλα ένα από τα πιο απάνθρωπα σωφρονιστικά καταστήματα, θα βρει την ικανότητα να επικοινωνεί. Εκεί, με τους αμόρφωτους και τους κρετίνους θα συνάψει τις πρώτες του ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτός, ο κυνηγός του ποδόγυρου που ήξερε πως έπρεπε να πληρώσει για κάθε συνουσία, θα συνάψει σχέσεις με έναν άντρα, δίχως περιορισμούς.

Τα ελαττώματα των γυναικών τα έβρισκε συνήθως γοητευτικά. Μαγεύεσαι όταν, ενώ κάνουν δίαιτα και μιλούν ακατάπαυστα για τη δίαιτά τους, τις τσακώνεις να τρώνε μια σοκολάτα στα κρυφά. Δεν έβρισκε τα ελαττώματα του Τζόντι μαγευτικά. Δεν τα έβρισκε.
Η εκθαμβωτική και οδυνηρή ανάγκη του για τον Τζόντι απλωνόταν απ’ τα αχαμνά του σε κάθε σημείο του κορμιού του, ορατό κι αόρατο και αναρωτήθηκε αν θα κατόρθωνε να εκδηλώσει την αγάπη του για τον Τζόντι έξω στους δρόμους. Θα περπατούσε άραγε στο δρόμο με το χέρι του γύρω από τη μέση του Τζόντι, θα φιλούσε τον Τζόντι στο αεροδρόμιο, θα κρατούσε το χέρι του Τζόντι στο ασανσέρ, κι αν απέφευγε κάτι από αυτά, τότε εντέλει δεν θα συμμορφωνόταν με τις σκληρές επιταγές μιας βλάσφημης κοινωνίας;

Γραμμένο μιαν εποχή που ο Τσίβερ μόλις είχε βγει από εγκλεισμό σε κλινική αποτοξίνωσης κι ήταν καθαρός από το ποτό ενώ ταυτόχρονα τον βασάνιζε η ροπή του προς την ομοφυλοφιλία, το μυθιστόρημα αυτό είναι πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο για την φυλακή. Ο ήρωας του μέσα στο Φάλκονερ βρίσκει οδυνηρά τον εαυτό του, αντιμετωπίζει με σθένος και ανθρωπιά αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Κι όταν αναπάντεχα ελευθερώνεται, είναι πιο ελεύθερος από ποτέ.

«Φάλκονερ» του Τζον Τσίβερ, μετ:. Ιλάειρα Διονυσοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 206

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Fractal τον Αύγουστο του 2014

9/2/15

In writing we trust



Η γραφή είναι επικίνδυνη διαδικασία. Κάνει τους ανθρώπους μονόχνωτους, καλούς και μαλθακούς, τους κάνει ήρωες και σουπερήρωες, χαρτογιακάδες και νερντάκια. Η γραφή βγάζει αυτό, που οι άλλοι πριν δεν μπορούσαν να δουν, κι όταν το βλέπουν εκπλήσσονται. Αν είναι καλή, αυτό αφορά πολύ κόσμο. Αν είναι κακή, αφορά μόνο λίγους, ευτυχείς ή μη.

Η γραφή είναι όλα αυτά που πάντοτε θα αναιρείς, αυτά που χλευάζεις, σου δείχνει τον τρόπο, κι έπειτα ο τρόπος χάνεται και δεν υπάρχει πια για σένα. Και πρέπει να ζήσεις αναζητώντας άλλο τρόπο. Κι ολοένα άλλο τρόπο. Για να ζήσεις και να γράψεις. 

Δεν έχω πολλούς τρόπους ως τώρα. Διαλέγω ανά πάσα στιγμή αυτόν που είναι ο πιο ανέξοδος, αυτόν που θα πονέσει λιγότερο. Για αυτό γράφω κακά και ζω μέτρια. Από την άλλη και μόνο που ζω, ίσως είναι επίτευγμα. 

Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που ξέρουν με ενάργεια τι είναι αυτό που τους λυτρώνει. Αυτοί είναι ευλογημένοι από έναν θεό στον οποίο συνήθως δεν πιστεύουν γιατί πια δεν τον έχουν ανάγκη. Ξέρω τι με λυτρώνει. Αυτό, αν έχει νόημα για οποιονδήποτε, είναι μόνο για μένα. Ξέρω τι με πωρώνει, τι δίνει νόημα στην κατά τα άλλα πολύ συνηθισμένη μου ύπαρξη. Δεν είναι πρωτότυπο, δεν είναι καν πολύ σοβαρό. Αλλά είναι κάτι, κι αυτό, έχει μια κάποια σημασία. 




8/2/15

Διαβάζοντας @amagi 8 Φεβρουαρίου 2015 με τον Μανώλη Ανδριωτάκη




Σήμερα μαζί μας ο Manolis Andriotakis. Θα μιλήσουμε για δύο ολόκληρες ώρες για την "Μεγάλη εικόνα" αλλά και το GarageBOOKS, το blog, την διαδικτυακή tv και φυσικά τα βιβλία.

Κληρώνουμε 3 αντίτυπα της "Μεγάλης εικόνας" ευγενική προσφορά των Εκδόσεις Διόπτρα - Dioptra Publications. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πρέπει να αφήσετε σχόλιο σε αυτό εδώ το ποστ ή να κάμετε λάικ στο αντίστοιχο στο γκρουπ της εκπομπής στο facebook .

Συντονιστείτε στις 2μ.μ. στον www.amagiradio.com και την εκπομπή Διαβάζοντας.

‪#‎klirosi‬, ‪#‎ekpompi‬ ‪#‎giveaway‬ ‪#‎amagi‬

Για να μας ακούσετε πατήστε www.amagiradio.com ή βρείτε τον σταθμό στο TuneIn για κινητά, ταμπλέτες και άλλα συναφή.


6/2/15

«Οι αυτόχειρες», Antonio di Benedetto



«Κάθε λογικός άνθρωπος έχει κάποτε σκεφτεί την αυτοκτονία». Αυτή φράση του Καμύ είναι το μότο του βιβλίου του Αντόνιο ντι Μπενεντέττο, «Οι αυτόχειρες». Ενός βιβλίου φιλοσοφικού και ανθρώπινου, με γερούς στέρεους χαρακτήρες που μιλά για την μεγαλύτερη αδυναμία του ανθρωπίνου γένους, τον θάνατο. 

Ένας δημοσιογράφος αναλαμβάνει μια σειρά για ένα πρακτορείο. Η αρχή γίνεται με τρεις φωτογραφίες αυτόχειρων. Δύο από αυτές έχουν μια ιδιοτυπία, ενώ τα μάτια του θύματος αποτυπώνουν τον τρόμο του θανάτου, τα χείλη δείχνουν χαρά. Ο δημοσιογράφος, μαζί με μια συνάδελφό του φωτογράφο, την Μαρσέλα, που δεν την συμπαθεί γιατί είναι μικρή και όμορφη, θα ξεκινήσουν να διερευνούν αυτές τις περιπτώσεις αυτοχειρίας, μαζί με τις καινούργιες που εμφανίζονται στην πόλη. Έχει προσωπικό ενδιαφέρον για το θέμα. 

«Ο πατέρας μου αφαίρεσε τη ζωή του ένα βράδυ Παρασκευής.
Ήταν 33 ετών
Την τέταρτη Παρασκευή του επόμενου μήνα θα έχω την ίδια ηλικία»

Είναι οι πρώτες φράσεις του βιβλίου. 

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και ήρωας λοιπόν είναι ένας άνθρωπος βουτηγμένος στην αγωνία. Από την σχέση του με τις γυναίκες, ως την σχέση του με την μάνα, τον αδελφό και την οικογένειά του, ως την σχέση του με την αυτοκτονία, τον πατέρα και τον θάνατο. Ένας δυνατός κεντρικός χαρακτήρας που κρατά πάνω του όλο το βάρος του βιβλίου, κάποτε κάπως παραληρηματικά, συνήθως όμως εντελώς στέρεα και φιλοσοφικά. 

«Όταν δεν ζεις, δεν χρειάζεται να υπομένεις το ότι μας επιτρέπουν να ζούμε. Οι άλλοι μας αφήνουν να ζούμε, μόνο που προστάζουν το πώς»

Το μυθιστόρημα το διάβασα σχεδόν απνευστί. Είναι γρήγορο, με πλοκή, είναι αργό, με μονόλογο, είναι βαθύ και τελείως ρηχό. Τον ήρωα τον νοιάζει ο μηχανισμός της αυτοκτονίας και οι μεταφυσικές ανησυχίες του, μοιάζει όμως να τον αφορά εξίσου και το τι θα φάει για πρωινό. Η μίξη αυτή είναι που τον κάνει εντελώς ανθρώπινο, και το θέμα χειροπιαστό και εύθραυστο. Σπάνια φιλοσοφικό μυθιστόρημα έχει την δύναμη να πιάσει από τον λαιμό έναν αναγνώστη και να τον εξαναγκάσει να το τελειώσει μες στην ίδια μέρα. Τούτο δω πάντως το απόλαυσα. Και θα σύστηνα χωρίς κανέναν ενδοιασμό. 

«Οι αυτόχειρες», Αντόνιο ντι Μπενεντέτο, μετ. Άννα Βερροιοπούλου, εκδ. Απόπειρα, 2014 

Υ.Γ. Το βιβλίο το χρωστώ- κι αυτό- στον Γιάννη Καλογερόπουλο. Εδώ η κριτική του στα "Χανιώτικα Νέα".  

4/2/15

"Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του", Haruki Murakami




Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που πουλάει τόσα πολλά αντίτυπα παγκοσμίως. Μπορεί κανείς να τα βρει στο αεροδρόμιο, στο σουπερμάρκετ αλλά και στα πιο σοβαρά βιβλιοπωλεία, ενώ ταυτόχρονα χαίρει εκτίμησης ανάμεσα στους βιβλιόφιλους. Δεν θα κρύψω την προτίμησή μου, έχω διαβάσει σχεδόν όλα του τα βιβλία, ακόμα και κάποια που δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά, αγαπώ τον τρόπο που μπλέκει την νωχελικότητα της γραφής του με μια υποψία μαγικού στοιχείου, που «διαβάζει» τους χαρακτήρες του και τους στηρίζει ως το τέλος. Είναι σύγχρονος και ταυτόχρονα παλιός, Γιαπωνέζος στην ψυχή και Δυτικός στις συνήθειες. Κι από τέτοιες μίξεις πάντοτε βγαίνουν όμορφοι άνθρωποι. Ή τέρατα.

Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα Χρόνια του Προσκυνήματός του είναι ένα χαρακτηριστικά μουρακαμικό βιβλίο. Διαθέτει όλα τα στοιχεία που αγαπήσαμε, την κατάδυση στην ψυχή ενός ανθρώπου που τα βάσανά του είναι απλά και καθημερινά, την αίσθηση ανολοκλήρωτου, την πηγαία αφήγηση. Όμως, τίποτα δεν το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, μοιάζει σαν όλα τα άλλα του συγγραφέα του, χάνεται στον σωρό. Έχει κάτι από την απουσία χρώματος στον τίτλο του. 

Ο Τσουκούρου Ταζάκι εργάζεται σε μια εταιρεία που σχεδιάζει σταθμούς τρένων, δουλειά που του ταιριάζει μιας και από μικρός λάτρευε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και μπορούσε για ώρες να τους χαζεύει. Είναι ευπαρουσίαστος, γυμνάζεται συχνά, κάνει ποδήλατο και κολύμπι, ζει όμορφα και τακτικά μόνος του. Δεν έχει κανέναν φίλο και στα τριανταέξι του είναι ακόμα εργένης. Όταν γνωρίσει την Σάρα, μια γυναίκα δυο χρόνια μεγαλύτερή του, θα της διηγηθεί πως στην εφηβεία του ήταν μέλος της τέλειας παρέας. Εκείνος κι άλλα τέσσερα άτομα, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, λειτουργούσαν σε απόλυτη αρμονία. Οι υπόλοιποι είχαν από ένα ιδεόγραμμα που δηλώνει χρώμα στο όνομά τους, ενώ αυτός ήταν ο μόνος άχρωμος, χρησιμοποιούσε το ιδεόγραμμα «φτιάχνω» για να γράψει το δικό του. Όλα έβαιναν καλά ώσπου στο δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου του ανακοίνωσαν με τον πιο ψυχρό τρόπο πως δεν ήθελαν πια να έχουν καμιά επαφή μαζί του.

Η τραυματική και εντελώς αψυχολόγητη αποκοπή του από τα μέλη της παρέας τού άφησε ένα τραύμα που δεν περνά απαρατήρητο από την Σάρα. Η κοπέλα αρνείται να κοιμηθεί ξανά μαζί του αν δεν τα βρει με τους δαίμονές του, με αυτό που τον μπλοκάρει. Τον προτρέπει, αν είναι να κάνουν σχέση, να αναζητήσει τους τέσσερεις και να μάθει τι έγινε τότε. Ο Τσουκούρου θα αναλογιστεί το παρελθόν- μαζί και τον μόνο άλλο που θα μπορούσε να ονομάσει φίλο, έναν νεαρό που λεγόταν Χάιντα. Θα προσπαθήσει να καταλάβει τι συνέβη. Ανάμεσα στην πραγματικότητα θα παρεμβληθούν τα υγρά ερωτικά του όνειρα για τις δυο κοπέλες της παρέας, η υπόνοια αμφισεξουαλικότητας στην σχέση του με τον Χάιντα, η ανάγκη να βρει ποιός είναι και γιατί. Τα πάντα, και τίποτα δεν θα λυθεί, όταν ολοκληρώσει τις συναντήσεις του με τους αλλοτινούς φίλους του.

Και σε αυτό το βιβλίο σημαντικό ρόλο παίζει η μουσική. Το κομμάτι που το διατρέχει είναι του Λιστ, το «Le mal du pays», δηλαδή «Τα χρόνια του προσκυνήματος». Η γραφή του Μουρακάμι είναι ως συνήθως ρέουσα, πρόκειται άλλωστε για μεγάλο παραμυθά. Η αναζήτηση ταυτότητας, σκοπού και ειρμού σε μια ζωή που φαίνεται κατά τα άλλα τακτοποιημένη, ένα από τα βασικά μουρακαμικά θέματα, είναι κι εδώ το ζητούμενο. Αυτό και η ρευστή αίσθηση πως η καθημερινότητά μας, πεζή και επαναλαμβανόμενη, έχει μια διαφορετική, μαγική χροιά όταν την βλέπουμε με τα δικά μας μάτια. 

Όμως σε τούτο το μυθιστόρημα οι περιγραφές του Μουρακάμι διολισθαίνουν στην γενικότητα και τα κλισέ. Παρασύρεται ίσως από την δημοφιλία του και φαίνεται σαν να γράφει για ένα ευρύτερο κοινό που αγαπά τις περιγραφικές περικοκλάδες. «Η αποξένωση και η απομόνωση μετατράπηκαν σ’ ένα βαρύ καλώδιο που το έσφιγγε γύρω του μια τεράστια μέγγενη. Από την τεντωμένη ευθεία περνούσε αδιάκοπα, μέρα νύχτα, ένα ακατανόητο μήνυμα, ένας διακεκομμένος και μονότονος ήχος, σαν θύελλα που μαίνεται μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, τρυπώντας του τα αυτιά». 
Κι οι διάλογοι μοιάζουν μάλλον φτιαχτοί και αμήχανοι, ίσως το πιο βαρετό κομμάτι του μυθιστορήματος- και το πιο δυτικό.

«Είσαι εντάξει άτομο, νομίζω. Επίσης πιστεύω πως μ’ αρέσεις. Εννοώ ερωτικά», άρχισε η Σάρα και έκανε μια παύση. «Όμως μάλλον έχεις κάποιο συναισθηματικό πρόβλημα».
Ο Τσουκούρου δεν είπε τίποτα, μόνο την κοίταζε.
«Αυτό που θα σου πω τώρα με δυσκολεύει λιγάκι. Εννοώ ότι λέγεται δύσκολα. Αν όμως το καταφέρω να σ’το πω, μπορεί και ν’ακουστεί απλούστατο. Μόνο μην περιμένεις λογική και ειρμό, γιατί το θέμα αφορά μια αίσθηση και μόνο».

Το κείμενο δεν παύει να έχει καλά στοιχεία. Πιθανότατα αν το συναντούσα για πρώτη φορά θα διάβαζα κι άλλο βιβλίο του συγγραφέα για να έχω ολοκληρωμένη γνώμη. Στην δική μου κατάσταση πάντως άφησε μια γεύση χλιαρή, σαν ένα ποτήρι λευκό κρασί νερωμένο και ζεστό μια καυτή καλοκαιρινή νύχτα. 

"Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του",  Χαρούκι Μουρακάμι, μτφρ. Μ. Αργυράκη, εκδόσεις Ψυχογιός, 2014

Υ.Γ. 42 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 28ο τεύχος του περιοδικού Βακχικόν 

2/2/15

Pynchonized- part2- του Μαραμπού

Το πρώτο μέρος της Πυντσοανάρτησης, εδώ




Τώρα τελευταία, ολοένα και περισσότερο, με ενδιαφέρει πώς οι σπουδαίοι συγγραφείς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ιδιωτικότητας που πλήττεται από την ανεξέλεγκτη και εν πολλοίς αποδεκτή, επεκτασιμότητα του διαδικτύου. Συνεχώς επιχειρείται άρση της ιδιωτικότητάς μας είτε με την συναίνεσή μας είτε χωρίς αυτήν. Ο κάθε χρήστης είναι δυνάμει θύμα αλλά και δυνάμει θύτης. Με αυτά κατά νου, προσέγγισα την “Υπεραιχμή” με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έντονη προσήλωση. Ο Τόμας Πύντσον, ειδήμων εδώ και χρόνια στην προάσπιση της ιδιωτικότητάς του, μοιάζει να είναι ο ιδανικός για να μιλήσει για τις επιθέσεις που μπορεί να δεχθεί η ιδιωτικότητα ενός ανθρώπου μέσα στο διαδικτυακό κόσμο. Αναλογιζόμενος τα βιβλία που γράφει ο Πύντσον, με τις δαιδαλώδεις δομές και τις παρανοϊκές παρεκτροπές τους, σκέφτομαι ότι θυμίζουν έντονα σε μικρογραφία, το συνονθύλευμα πληροφοριών που δέχεται τώρα πια ένας μέσος χρήστης διαδικτύου κάθε μέρα: πληθώρα πληροφοριών, άχρηστων, παρανοϊκών, ηλίθιων, τρυφερών, αστείων, ψευδοεπιστημονικών, ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών και αναφορά ονομάτων, εξίσου άχρηστων, παρανοϊκών, ηλιθίων, τρυφερών, αστείων, ψευδοεπιστημονικών, ψευδοθρησκευτικών, ψευδοφιλοσοφικών ανθρώπων.



Στην “Υπεραιχμή” ο Πύντσον σάς δίνει και το περιεχόμενο εκείνο που θα σας βοηθήσει να ταυτιστείτε περισσότερο με το θέμα. Τοποθετεί την ιστορία στο 2001 στη Νέα Υόρκη, χώρος και χρόνος, ιδιαίτερα σημαίνοντες για όλη την ανθρωπότητα, σκορπίζει νοσταλγία μέσω της αναφοράς τεχνολογικών επιτευγμάτων που πλέον θεωρούνται απελπιστικά παρωχημένα, και σας αφήνει να αναλογιστείτε το τεράστιο μερίδιο ευθύνης που αποτινάξατε από τις πλάτες σας σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Το διαδίκτυο δεν είναι παιχνίδι. Ή μήπως είναι;

Παιχνίδι εξουσιών, σίγουρα! Και κάτι τέτοια ο Πύντσον τα χειρίζεται περίφημα μέσα στα βιβλία του!


[...] οι ημερήσιες δουλειές με συσκέψεις επί συσκέψεων και ανίδεα αφεντικά, οι εξωπραγματικές σειρές μηδενικών, τα επιχειρηματικά μοντέλα που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, τα πάρτι εγκαινίων νέων εταιρειών κάθε νύχτα της εβδομάδας και ακόμα περισσότερο τις Πέμπτες, όταν πια χάνεις τον λογαριασμό, ποιο απ' αυτά τα πρόσωπα που τόσο έχουν παραδοθεί στους καιρούς, στην εποχή που το τέλος της γιόρταζαν όλη νύχτα – ποιο απ' αυτά μπορεί να κοιτάξει μπροστά, ανάμεσα στα μικροκλίματα των δυαδικών, που διατρέχουν ολόκληρη τη Γη μέσα από σκοτεινές οπτικές ίνες και τυλιγμένα ζεύγη καλωδίων και τώρα πια ασύρματα μέσα από χώρους ιδιωτικούς και δημόσιους, οπουδήποτε ανάμεσα σε κυβερνοσκλαβοπάζαρα όπου οι βελόνες λαμπυρίζουν και δεν μένουν ποτέ ακίνητες, σε εκείνο το ταραγμένο και απέραντο ραμμένο και ξηλωμένο υφαντό που όλοι τους κάποια στιγμή έχουν σακατευτεί για να το υπηρετήσουν – και να δει το σχήμα της επικείμενης μέρας, μια διαδικασία που περιμένει να εκτελεστεί, που πρόκειται να αποκαλυφθεί, ένα αποτέλεσμα αναζήτησης χωρίς οδηγίες για το πώς να ψάξεις γι' αυτό...


Σε αντίθεση με το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” το οποίο σε βάζει εξ' αρχής στα βαθιά με την περιπλοκότητά του, στο “Ενάντια στη μέρα” και στην “Υπεραιχμή” η αρχή είναι πιο ήπια, πιο “ρηχή” (για Πύντσον). Υποψιάζεσαι ότι αυτό που διαβάζεις ίσως είναι Πύντσον αλλά για 50-60 σελίδες, πιστεύεις ότι θα μπορούσε να είναι και οποιοσδήποτε άλλος. Από κει και ύστερα, η ιστορία περιπλέκεται και γοητεύει τόσο πολύ, που μόνο ο αυθεντικός Πύντσον θα μπορούσε να επινοήσει και να διαχειριστεί με τόση μαεστρία. Σε μια προσπάθεια να τεστάρω την μνήμη μου (ένα ανώφελο χαζοπαιχνίδι που ενδεχομένως να μπείτε και σεις στο πειρασμό να το παίξετε), προσπάθησα να θυμηθώ ποια ονόματα χαρακτήρων από τα χιλιάδες που χρησιμοποιούνται, αναφέρονται και σε κάποιο από τα άλλα βιβλία. Χωρίς χαρτί και μολύβι, ανακάλυψα ότι ο Μίσα και ο Γκρίσα (Ρώσοι κακοποιοί στο “Ενάντια στη μέρα”) κλωνοποιούνται στην “Υπεραιχμή” (Ρώσοι χακεράδες, εκεί). Οι ομοιότητες είναι προφανείς και το δίδυμο που αναφέρεται παντού μαζί, αποτελεί ικανό μοτίβο για να χαρακτεί ανεξίτηλα στην μνήμη.

Για αρκετές σελίδες, ξεχνάς συνεχώς τα ονόματα των χαρακτήρων (είναι τόσα πολλά!) και τι έκανε ο καθένας μέχρι εκείνο το σημείο, δεν έχεις την διάθεση και το κουράγιο να γυρίσεις πίσω τις σελίδες και να ψάξεις λεπτομέρειες και απλώς αρκείσαι σε όσες συνδέσεις θα κάνει ο Πύντσον (αν θέλει!) με πρόσωπα και καταστάσεις. Όμως, μετά από 100-200 σελίδες (στα πολυσέλιδα μυθιστορήματα ίσως και παραπάνω) παρατηρείται μια μεταστροφή, όλα τα ονόματα φωτίζονται και λάμπουν μέσα το μυαλό σου, μην βιαστείς να δώσεις τα εύσημα στην ακμαία μνήμη σου, το φαινόμενο αυτό ανήκει στην χαρισματική ιδιότητα του συγγραφέα, οι συνδέσεις των χαρακτήρων με τα πεπραγμένα της πλοκής είναι πλέον εντυπωσιακά καθαρές, μια μικρή μελετημένη φράση μπορεί να επαναφέρει έναν ολόκληρο κόσμο καταστάσεων που νόμιζες ότι είχες ξεχάσει για πάντα. Δεν επιχειρείται σύνδεση με μεγάλες φράσεις που επαναλαμβάνουν με άχαρο τρόπο όσα ήδη έχουν ειπωθεί και καθυστερούν την μελλοντική πορεία της αφήγησης. Μικρές, κοφτές, λεπιδόσχημες φράσεις. Αυτό είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό τέχνασμα, που ακόμα και σε μικρότερης κλίμακας μυθιστορήματα είναι αξιομνημόνευτο, πόσο μάλλον όταν τα μυθιστορήματα διαχειρίζονται ένα χειμαρρώδη λόγο, τουλάχιστον 700 σελίδων, κατά μέσο όρο. Στην “Υπεραιχμή” επειδή η Μαξίν είναι ιδιωτική ερευνήτρια υποθέσεων απάτης και το βιβλίο διατηρεί από την αρχή ως το τέλος μια θαμπή αίσθηση αστυνομικού βιβλίου, όλο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω της, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το προσκήνιο. Στα άλλα μυθιστορήματα, οι χαρακτήρες χάνονται από τα μάτια σου για πολλές σελίδες και όταν έρχεται η ώρα να επανεμφανιστούν με όλο το βαρυσήμαντο παρελθόν τους, απαιτείται μια τεχνική επανασυγκόλλησης που να ελαχιστοποιεί τις απώλειες και τα νεκρά σημεία, όπως αυτή που περιέγραψα παραπάνω.

Τα βιβλία του Πύντσον αξίζουν τα λεφτά τους μέχρι το τελευταίο σέντσι, γι' αυτό και ένιωσα φρικτές τύψεις πρώτη φορά στη ζωή μου που αγόρασα ένα βιβλίο σε προσφορά! Το εμβληματικό “Ενάντια στη μέρα” περίπου 7 ευρώ. Σου ζητώ συγγνώμη, Καστανιώτη! Τα βιβλία του στην Ελλάδα μπορούν επιεικώς να χαρακτηριστούν εκδοτικές αποτυχίες – αν και ολοένα και περισσότεροι νεοφώτιστοι προσηλυτίζονται στο μεγάλο συγγραφικό Δόγμα – όμως ταυτόχρονα, αποδεικνύονται (παραβλέποντας το οξύμωρο του πράγματος) μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες... επιτυχίες θάρρους και εκδήλωσης αφοσίωσης απέναντι στην πραγματική λογοτεχνία που αξίζει να διαβάζεται από όλους, και αν μη τι άλλο, ενθαρρύνουν και τους συγγραφείς στην προσπάθειά τους να συνεχίζουν να την γράφουν. Παρά τις όποιες αναγνωστικές αντιρρήσεις έχω με τους εκδοτικούς οίκους για όσα βιβλία θέλω να διαβάσω στα ελληνικά αλλά δεν εκδίδονται ή για όσα εκδίδονται εις βάρος άλλων σημαντικότερων, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους εκδότες (με σειρά εμφάνισης!): Χατζηνικολή, Καστανιώτη και Ψυχογιό.

Το ξανάπαμε, η γλώσσα είναι το μεγαλύτερο προσόν των βιβλίων του Πύντσον και όχι η
(περι)πλοκή τους. Ο κόσμος που οικοδομεί η γλώσσα του είναι ένας κόσμος παράνοιας και μέσα σ' αυτόν γρήγορα παύεις τις προσπάθειες να “ορθολογικοποιήσεις” όσα συμβαίνουν γύρω σου. Για ποιον λόγο, άλλωστε, αφού είσαι παρανοϊκός! Εντούτοις, ενώ με άλλους συγγραφείς συνηθίζω να κάνω επεμβάσεις στο κείμενο που διαβάζω με το σταθερό χειρουργικό μάτι του αναγνώστη... αυτές οι 50 σελίδες είναι κακοήθης όγκος λέξεων, θα τον αφαιρέσουμε αμέσως... ετούτος εδώ ο χαρακτήρας νοσεί άσχημα από την αρχή του βιβλίου, γιατί ο συγγραφέας τον αφήνει να αργοπεθαίνει, κρίμα... στον Πύντσον, ένιωθα ότι δεν είχα το δικαίωμα να κάνω τέτοιου είδους κριτικές αποτιμήσεις και (θα το θεωρούσα τουλάχιστον παράξενο, αν μου το έλεγε κανείς πριν αρχίσω το διάβασμα) ούτε το θέλησα σε κανένα σημείο της εξαντλητικής ανάγνωσης!

Κοινό στοιχείο και των τριών βιβλίων (όχι όμως σε ισόποσες δόσεις) είναι η αίσθηση ότι γράφτηκαν στην τύχη! Σε πολλά σημεία της ανάγνωσης, ο αναγνώστης έχει αυτή την αίσθηση, ίσως είναι μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την σύγχυση που κατά περιόδους νιώθει. Όμως, καθώς αναπτύσσεται όλο το γλωσσικό οικοδόμημα του Πύντσον, καταλαβαίνεις ότι το καθετί είναι δουλεμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια, καμιά λέξη δεν περισσεύει, ούτε όμως και ο αναγνώστης περισσεύει, δεν θέλει να σε αφήσει απ' έξω και προσέχει πολύ για να μην συμβεί, ασχέτως αν πάλι έχεις την αίσθηση, ότι σου βροντούν συχνότατα την πόρτα στα μούτρα!

Πρέπει να πούμε δυο λόγια και για την μετάφραση, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί μέσα στην υποκειμενικότητά μας, δεν νομίζετε! Μα τι να πεις που να μην ακουστεί λίγο; Η μετάφραση είναι άψογη, εξαιρετική, άθλος, κτλ, είναι χλιαρές κοινοτοπίες που καλό θα ήταν να τις αποφύγουμε σε ετούτη εδώ την ανάρτηση. Ο Γιώργος Κυριαζής δημιούργησε το The Zone (http://www.thezone.gr/), το πρώτο ελληνικό περιοδικό για τον Πύντσον, ένα μπλογκ αφιερωμένο πάλι σε κείνον (http://pynchonikon.wordpress.com/) και ακόμη, έναν χρήσιμο Πυντσονικό οδηγό (http://pynchonguide.wordpress.com/) για όποιον θέλει να βγάλει μια άκρη με τις χιλιάδες αναφορές με τις οποίες βασανίζει μεταφραστές και αναγνώστες ο Αμερικανός συγγραφέας. Σίγουρα, ο Πύντσον είναι ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς (αν όχι ο αγαπημένος). Σκέψου μονάχα τούτο: να μεταφράζεις τον αγαπημένο σου συγγραφέα! Έναν άνθρωπο που θαυμάζεις και αγαπάς, και δεν έχεις καμιά διάθεση να “καπελώσεις”, να παραποιήσεις ή να ανταγωνιστείς. Ο Γιώργος Κυριαζής θαυμάζει τον Τόμας Πύντσον και εγώ, ο ανοιχτόμαυλος(!) ο αναγνώστης, το καταλάβαινα σε κάθε σελίδα που διάβαζα.

Ο Τόμας Πύντσον αποτελεί το συγγραφικό μου πρότυπο. Πρώτα και κύρια, είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να γράφει – γιατί χάσκετε έκπληκτοι, συμβαίνει που και που αυτό το φαινόμενο! Δευτερευόντως, δεν ξεχνά να απομονωθεί – πέρα από τις όποιες επικοινωνιακές του ανασφάλειες (ή ασφάλειες;) – για να γράψει. Τα βιβλία δεν γράφονται παρέα με τους μελλοντικούς αναγνώστες τους, ούτε προσφέρονται σαν κεράσματα μέσα από κοινωνικά δίκτυα, γιατί τότε οι έννοιες “κεραστούμε” και “κορεστούμε” γίνονται αξεδιάλυτες και επικίνδυνα ασαφείς. Ούτε γελοίες υπογραφές σε αντίτυπα σε φαντασμαγορικές εκδηλώσεις φλεγμονής του καρπιαίου σωλήνα, ούτε συνεντεύξεις εφ' όλης της ύλης του βιβλίου, στις οποίες σχεδόν όλοι οι συγγραφείς παρουσιάζονται απελπιστικά αδιάβαστοι. Μα, οι σύγχρονοι τρόποι προώθησης αυτά επιτάσσουν, οι σύγχρονοι συγγραφείς πρέπει αναγκαστικά να συμβιβαστούν. Κοίτα τον Πύντσον, σου μοιάζει απαρχαιωμένος; Φυσικά και όχι. Ο Πύντσον επενδύει στην λογοτεχνία και εκείνη τον τοκίζει αναλόγως. Σύγχρονη είναι η φωνή του, όχι η εμφάνισή του. Όταν ξαναβρεθείς σε παρουσίαση βιβλίου και διαβάσεις αργότερα και το βιβλίο του τιμώμενου συγγραφέα, σκέψου με την ησυχία του, τι απόλαυσες περισσότερο από τα δύο και βγάλε τα συμπεράσματά σου. Και μην παραμυθιάσεις τον εαυτό σου ότι τα απόλαυσες εξίσου το ίδιο, γιατί ακούγεται ήδη σαν μεγάλο ψέμα. 

Δε θέλω να κάνω συστάσεις και υποδείξεις για εκείνο το βιβλίο του Πύντσον που είναι πιο βατό και άρα μια εύκολη και πολλά υποσχόμενη αρχή. Περισσότερο, δεν θέλω να μου κάνουν οι άλλοι συστάσεις. Τι σημαίνει, με ποιο βιβλίο του θα ήταν καλό να ξεκινήσεις; Μα φυσικά, με το δυσκολότερο! Αν θες να βελτιώσεις τις αντοχές σου απέναντι στην Λογοτεχνία, πάντα από αυτά θα πρέπει να ξεκινάς! Στην βιβλιοθήκη σου, δίπλα από τις επιτυχίες πρέπει να αφήνεις χώρο και για τις αποτυχίες. Το “Ουράνιο τόξο της βαρύτητας” πριν τιθασευτεί και γίνει “επιτυχία”, με κοιτούσε βλοσυρό από το ράφι, “Ηλίθιε, τι με ταλαιπωρείς, κρατώντας με εδώ;” και εγώ του ανταπέδιδα, “Γαμημένο, θα σε διαβάσω”! Τελικά, το διάβασα και αυτό ήταν μια μικρή μικρή νίκη, ότι τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο απέκτησε μια προσωρινή άδεια παραμονής στην βιβλιοθήκη μου – άλλα είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα επαναστατήσει, θα ψάξει και θα βρει τις αφορμές που θα το βοηθήσουν να ανακαλύψει αν του αξίζει αυτή η θέση, και αν όχι, θα επαναδιαπραγματευτεί σκληρά τους αρχικούς όρους.

Ο συγγραφέας Πύντσον σχεδόν με κάθε συγγραφική του απόπειρα δημιουργεί και από ένα ολοκληρωτικό μυθιστόρημα, που πατάει στα χνάρια των Μόμπι Ντικ, Τρίστραμ Σάντι, Δον Κιχώτη, Οδύσσεια (Ομήρου/ Τζόυς), 2666. Κάθε βιβλίο του είναι μια ωδή στη χαρά της γραφής και μια οδύνη που θρηνεί για την κατάντια του κόσμου μας. Ύστερα από την ανάγνωση ενός βιβλίου του βγαίνεις ρακένδυτος και εξαντλημένος, ύστερα από τρεις απανωτές, ημιθανής και... ημίθεος! Κόπωση και ενόραση συνυπάρχουν μέσα στο μυαλό σου και η κάθε μια “κανιβαλίζει” το σώμα της άλλης. Η κόπωση της ανάγνωσης γρήγορα θα καταλαγιάσει και σύντομα θα πάρει τη θέση της μια κόπωση μόνιμη, μια κόπωση που αντανακλάται πάνω στο πρόσωπό σου από μια θέαση του κόσμου που πλέον είναι ορατή και σε καίει με την αλλόφρονη θέρμη της.

...θυμάμαι ξανά τον Ταιρόν Σλόθροπ, τον οποίο λίγο πριν πέσει μια βόμβα V2 τον προειδοποιούσε μια αναπάντεχη στύση. Τελικά, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια αν ισχυριστώ ότι και η ανάγνωση του Πύντσον κάτι παρόμοιο επιδιώκει, είναι μια συνεχής προειδοποίηση, ή θα σε καταστήσει για πάντα ανίκανο ή θα σου χαρίσει τις εντονότερες στύσεις!


Υ.Γ. Αφιερώνεται στον άνθρωπο που μου πρωτομίλησε για τον Πύντσον!

                                                                                                      Μαραμπού




Υ.Γ. 42 Ψήθηκα η μουρλή. Κι ας έλεγα ως τώρα εγώ Πίντσον ποτέ ξανά.

Υ.Γ. 42-42 Αν αναρωτιέστε για την σχιζοφρένεια του πράγματος, εγώ τον γράφω Πίντσον, ο Μαραμπού τον γράφει Πύντσον, κι εγώ ποια είμαι να διαφωνήσω. Άσε που μου φαίνεται πως θα άρεσε και στον ίδιο. Τον Πίντσον.

1/2/15

Διαβάζοντας @amagi 1η Φεβρουαρίου 2015 με καλεσμένη την Αγγελική Μποζίκη



Καλημέρα καλημέρα. Η σημερινή εκπομπή θα έχει πολλά βιβλία, παιδικά και ενηλίκων, πολλή και καλή μουσική, κουβέντα φιλική και βιβλιοφιλική κι ένα κορίτσι έξω καρδιά στα μικρόφωνα μαζί μου, την Αγγελική Μποζίκη. Συντονιστείτε με τις δύο τρελές, στον www.amagiradio.com στις 2μ.μ.. Η εκπομπή Διαβάζοντας επιστρέφει. 

Υ. Γ. 42 Θα κληρώσουμε 2 παιδικά βιβλία ("Καράβια που ταξίδεψαν τη φαντασία" και "Καράβια που δεν φοβήθηκαν" της Μαρίας Αγγελίδου και του Αντώνη Παπαθεοδούλου με εικονογράφηση του Χρήστου Κούρτογλου) και 1 ενηλίκων (Τα φλογοβόλα" της Rachel Kushner) ευγενική προσφορά των εκδόσεων Ίκαρος.

Υ. Γ. 42 Στα decks o Μιχάλης Φουστέρης.

Υ.Γ. 42-42-42 Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση αφήστε σχόλιο εδώ ή κάντε λάικ στο αντίστοιχο ποστ στο γκρουπ της εκπομπής στο facebook.