29/10/15

"H νοσταλγία", Barbara Cassin



Δεν είναι μόνον ένα δοκίμιο για τη «Νοσταλγία» αυτό της Μπαρμπαρά Κασσέν. Είναι πολύ περισσότερο ένα δοκίμιο για την πατρίδα, για το πότε και πού νιώθει κανείς σπίτι του. Εκεί πού γεννήθηκε; Εκεί πού του όρισαν; Εκεί που λέει το διαβατήριο του; Για την ίδια την Κασσέν σπίτι είναι η Κορσική κι ας γεννήθηκε στο Παρίσι. Εκεί είναι θαμμένος ο άντρας της, για εκεί λαχταρά η καρδιά της. Εκεί είναι ο νόστος. 


Θα ‘λεγε κανείς ότι επιστρέφω σπίτι μου, αλλά σπίτι μου δεν είναι. Ίσως γιατί δεν υπάρχει σπίτι μου. Ή ακριβέστερα γιατί νιώθω πιο πολύ στο σπίτι μου, κάπου που είναι σαν στο σπίτι μου, όταν δεν είμαι σπίτι μου. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;


Είναι όμως η νοσταλγία, όπως ο νόστος, μια Ομηρική λέξη; Δεν είναι. Είναι μια κατασκευασμένη λέξη από Ελβετούς γιατρούς. Θα μπορούσε να είχε επισκιαστεί από άλλες προτάσεις για την νόσο όπως : «φιλοπατριδομανία», «ποθοπατριδαλγία». Όμως θριάμβευσε ο νόστος. 

Η πατρίδα μας είναι η γλώσσα, ισχυρίζεται η Κασσέν, και χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Χάνα Άρεντ, που γεννήθηκε Εβραία στην προπολεμική Γερμανία και παρόλο που έζησε πρόσφυγας όλη την ζωή της στην Αμερική κι εκεί έγραψε το έργο της, κυρίως στα Αγγλικά, πάντα τα Γερμανικά καλλιεργούσε. Αυτά ήταν η δύναμη της η προσωπική. 


Να έχεις ως πατρίδα την γλώσσα σου, ως μόνη πατρίδα μάλιστα. Έτσι διάλεξε ν’ αυτοπροσδιοριστεί σε ζοφερούς καιρούς η Χάνα Άρεντ, «πολιτογραφημένη» στην Αμερικάνικη εξορία της, όχι σε σχέση με μια χώρα ή έναν λαό, αλλά μόνο σε σχέση με μια γλώσσα, τη γερμανική. Αυτή της λείπει και αυτή θέλει να ακούει.


Οι ρίζες λοιπόν , είναι το θέμα: τα πώς και τα γιατί ο Οδυσσέας νιώθει νοσταλγία και αισθάνεται σπίτι του σε ένα μέρος που δεν έχει ζήσει για πάνω από είκοσι χρόνια και όπου θα μείνει τελικά μόνον λίγες νύχτες. 


Με την ανακοίνωση της νέα αναχώρησης ολοκληρώνεται η Οδύσσεια που γνωρίζουμε, αλλά η άλλη, ακόμα πιο μακρόχρονη αυτή, μόλις αρχίζει. Έχοντας επιστρέψει, ο Οδυσσέας δεν έχει ακόμα επιστρέψει, κι αυτό το «όχι ακόμα» είναι, κατ’ εμέ, ακριβώς ο χρόνος της νοσταλγίας. 
Όχι ακόμα, αλλά έως πότε; 


Αλλά και το γιατί ο Αινείας στήνει μια ολόκληρη νέα πατρίδα μόνο με τον γέρο πατέρα του στους ώμους. 


Ωστόσο, μια παράξενη μνήμη του μέλλοντος κάνει ταυτόχρονα την εμφάνισή της: στη νοσταλγία του παρελθόντος, της κατεστραμμένης και αλησμόνητης Τροίας, προστίθεται η νοσταλγία της Ρώμης, ένα επερχόμενο ήδη παρόν Η νοσταλγία γράφεται λοιπόν σε τετελεσμένο μέλλοντα, κι αυτό είναι σίγουρα ο χρόνος όλων των ιδρύσεων, που δεν είναι ίσως τίποτε άλλο από επανιδρύσεις.


Κείμενο σύγχρονο και επίκαιρο όσο δεν παίρνει, μας δείχνει τον δρόμο, τον παλιό, τον νέο, για να αυτοπροσδιοριστούμε σε έναν κόσμο που πάντα άλλαζε, αλλά και μονίμως θα αλλάζει. Σε έναν κόσμο προσφυγιάς.


Ο Αινείας δεν θα μιλά πλέον ελληνικά, αλλά λατινικά, την γλώσσα των κατοίκων του τόπου στον οποίο εγκαθίσταται. Η εξορία επιβάλλει να εγκαταλείψουμε την μητρική γλώσσα. Γη των πατέρων, γλώσσα των μητέρων: τη νέα πατρίδα την φτιάχνουμε με την γλώσσα του άλλου. 


Η Κασσέν, αν και φιλόσοφος, έχει την ιδιότητα αυτό που υποστηρίζει να το κάνει σαφές. Η γραφή της έχει απλότητα και ενάργεια- αν και φυσικά την κάθε πρόταση θα πρέπει κανείς να την αναμηρυκάσει για την κάνει κτήμα του. Εξετάζει το προσωπικό της βίωμα, τα Ομηρικά κείμενα και τελικά την Άρεντ σε βάθος και μας εξηγεί την έννοια της πατρίδας· όπως αυτή θα έπρεπε να είναι, μακριά από όλα όσα δεν θα έπρεπε.


"Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;", Μπαρμπαρά Κασσέν, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Μελάνι, σελ. 141, 2015

27/10/15

«μπονσάι», Alejandro Zambra



Γιατί τώρα το «μπονσάι» του Αλεχάντρο Σάμπρα; Γιατί είναι στις προσφορές με μόλις 3,30 ευρώ. Γιατί είναι ένα λιανό βιβλιαράκι 102 σελίδων. Γιατί είναι μια νηφάλια-ποιητική ιστορία έρωτα. Μάλλον γιατί ανακοινώθηκε η προσεχής έκδοση του επόμενου του συγγραφέα. Για τόσο πεζούς λόγους. Για πεζούς λόγους εξάλλου ανακαλύπτουμε υπέροχα βιβλία.

Η ιστορία έχει ως εξής: 

«Στο τέλος εκείνη πεθαίνει κι εκείνος μένει μόνος, αν και στην πραγματικότητα είχε μείνει μόνος πολλά χρόνια πριν πεθάνει εκείνη, η Εμίλια. Ας πούμε πως εκείνη λέγεται ή λεγόταν Εμίλια και πως εκείνος λέγεται, λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται Χούλιο. Χούλιο και Εμίλια. Στο τέλος η Εμίλια πεθαίνει και ο Χούλιο δεν πεθαίνει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία:»

Η Εμίλια κι ο Χούλιο γνωρίζονται καθώς διαβάζουν μαζί στο σπίτι των δίδυμων συμφοιτητριών τους. Και κάνουν μια σχέση ερωτική, παρόλο που αυτός στην αρχή ήθελε μιαν άλλη. Και είναι ιδιότυπη όχι μόνο σεξουαλικά, και συναισθηματικά αλλά και λογοτεχνικά. Αρέσκονται να διαβάζουν λογοτεχνία πριν το σεξ, και σε κάθε κείμενο να βρίσκουν κάτι που τους ανάβει. Έχουν πει ένα κοινό ψέμα ο ένας στον άλλον. Πώς έχουν διαβάσει τον Προυστ. Ο Προυστ και ο Μασεντόνιο Φερνάντες- δάσκαλος και πολλοί λένε σημαντικότερος του Μπόρχες- θα είναι το τέλος της σχέσης τους. Εκείνη θα φύγει για την Ισπανία. Εκείνος θα γράψει ένα μυθιστόρημα που θα υποκριθεί πως είναι κάποιου άλλου. 

Ο έρωτας και η λογοτεχνία, η ποίηση και η πρόζα. Αυτά είναι τα συστατικά του μπονσάι, ενός δέντρου θνησιγενούς και περιορισμένου, όπως η ιστορία μας· ακόμα κι αν δεν πέθαινε η Εμίλια ήδη από τις πρώτες αράδες. Το βιβλίο δεν το αφήνεις από τα χέρια ως να τελειώσει, όπως θα καταλάβατε. Το σκέφτεσαι ξανά, ενίοτε μπορεί και να το ξαναδιαβάσεις. Και να αναρωτηθείς. Τι είναι αυτό που κάνει τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς κάτι τόσο τετριμμένο όσο μια απλή ιστορία αγάπης να το μετατρέπουν σε υψηλή λογοτεχνία. Σε ένα τέτοιο κομψοτέχνημα. 



«Μπονσάι», Αλεχάντρο Σάμπρα, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2007, σελ.102



24/10/15

Φριχτά εξώφυλλα- ατυχώς μεταφρασμένοι τίτλοι: Part Ι

Η ανταπόκρισή σας σε αυτήν την σεπτή ανάρτηση ήταν συγκινητική. Σε facebook, twitter, blog, με αεροπλάνα και καράβια, στείλατε με αγάπη και οργή τα πιο άσχημα αισθητικά εξώφυλλα, τους πιο εξόφθαλμα ατυχώς μεταφρασμένους τίτλους και φυσικά όλα εκείνα τα βιβλία που ντύθηκαν άλλον μανδύα από αυτόν που τους άξιζε, έχουν γκόμενες και τριανταφυλλάκια στα εξώφυλλα, ενώ πρόκειται για παγκόσμια αριστουργήματα. 


Το "Ημερολόγιο του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα" βγήκε με εξώφυλλο το άσπρο άλογο πάνω στο οποίο έρχεται ο ιππότης της μέσης δεκαεξάχρονης. Φαντάζομαι πως η Αντίσταση θα το εκτιμούσε. 


Φώκνερ στα κλασικά εικονογραφημένα; Ε, ναι! 


Ο Χάινριχ Μπελ θα ήθελα κάποιος να μου εξηγήσει τι σχέση έχει με τον Χίτλερ Τζον-Τζον. 



Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε παιδιά 9 χρονών και πάνω. Αλλά κι αυτά ξέρουν μάλλον πως ο Μπαρμπαρόσα δεν είναι ο Χουκ. 


"Το γιγάντιο πραγματάκι", ο τίτλος. Δεν σχολιάζω παραπάνω.





Όχι, ομολογείστε, βλέπετε αυτά τα δύο εξώφυλλα. Εκδόσεις Ψυχογιος λέει. Αν δεν είχατε ιδέα πως η Ζέιντι Σμιθ γράφει σοβαρά, θα τα παίρνατε ποτέ;
 [το αριστερά κόντεψα κάποτε να το πάρω δώρο στην μαμά μου]












Βρε τον κακομοίρη τον David Foster. Για να μην σχολιάσω τον τίτλο. "Oblivion" λέει χρυσέ μου, που το βρήκες το αμερικάνικο στη Λήθη;



                  
Ναι, ναι, 3 εκδόσεις της "Πάπισσας Ιωάννας" του Εμμανουήλ Ροίδη . Κορυφαία η μεσαία. Ταπεινή μου γνώμη.



Τώρα και ο Θεοτόκης στον Λιβάνη!







Όταν πρωτοδιάβασα μικράκι Άτγουντ στην Ασημένια Σειρά της Ωκεανίδας ντρεπόμουν που μου άρεσε. Νόμιζα πως είναι δική μου ανακάλυψη. Η ψωνάρα! 












Για το τέλος λίγοι τίτλοι:
"The accidental", Ali Smith: Η τυχαία 



"Lowland," Jhumpa Lahiri: Εκεί που ανθίζουν οι υάκινθοι 


"If You're Reading This, I'm Already Dead": Ένας τσιρκολάνος, μία καμήλα και 4.000.000 ερωτήσεις

The catcher in the Rye: Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης




23/10/15

Δυο συνεντεύξεις που αξίζουν τον κόπο





Έτυχε και για δυο συνεχόμενες Κυριακές στο Διαβάζοντας στον www.amagi.gr είχα καλεσμένους μεταφραστές. Ο πρώτος, ο Βασίλης Τσαλής, πολύ ενδιαφέρων και σημαντικός άνθρωπος, είχε μόλις δει το πρώτο του μετάφρασμα, την "Πρόζα" του Τόμας Μπέρνχαρντ, να εκδίδεται. Η δεύτερη, η Μαρία Αγγελίδου, δεν χρειάζεται συστάσεις, πάνω από 700 μεταφρασμένα βιβλία στο όνομά της, παιδικά και ενηλίκων, σημαντικοί συγγραφείς, μετάφραση από Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Νορβηγικά, Ισπανικά- μια κυρία που ζει και ανασαίνει για τα βιβλία.




Συνειδητοποίησα λοιπόν πως οι δυο άνθρωποι αυτοί έχουν ένα κοινό που τους οδηγεί στην καλή μετάφραση. Αγαπούν την λογοτεχνία. Ξέρουν να διαβάζουν. Είναι μανιώδεις αναγνώστες. Έχουν την ανάγκη να εκφραστούν. Και παρ' όλο που είναι πολύ διαφορετικές οι ζωές τους, ο πρώτος δεν βιοπορίζεται από την λογοτεχνική μετάφραση, η δεύτερη βιοπορίζεται, οι συνεντεύξεις έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Γιατί η τριβή σε τέτοιο βάθος με τα κείμενα, μάλλον μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.





Ακούστε τους. Αξίζει τον κόπο.

Η συνέντευξη με τον Βασίλη Τσαλή είναι εδώ:

 




22/10/15

You can judge a book by its cover







Αν και η συνήθεια να διαλέγει κανείς βιβλίο από το εξώφυλλο θεωρητικά είναι απεχθής και οι σοβαροί βιβλιόφιλοι σουφρώνουν τα χείλη με αποτροπιασμό όταν τους το λέμε, δεν παύει να είναι και λυτρωτική. Το να χαζεύεις δίχως τη λίστα σου σε βιβλιοπωλείο και να παίρνεις αυτό που σου γυαλίζει -λίγο τίτλος, λίγο εξώφυλλο, λίγο πρώτη σελίδα (και το αγόρι μου)- μερικές φορές οδηγεί σε ανακάλυψη αριστουργημάτων, άλλοτε, συχνότερα, σε φρικτά λάθη που τα μετανιώνεις κάθε φορά που τα βλέπεις στο ράφι.



Υπάρχει δε και μια άλλη κατηγορία βιβλίων. Αυτή που, ενώ θεωρητικά θα σε ενδιέφερε- ο συγγραφέας, το είδος, το στόρυ- ο εκδοτικός έχει κάνει τόση προσπάθεια για να καταστρέψει την έκδοση που δεν τους ρίχνεις ούτε δεύτερη ματιά. Για αυτά θα μιλήσουμε σήμερα. Για τα χειρότερα εξώφυλλα και τους πιο φρικτά μεταφρασμένους τίτλους, για τα βιβλία που ενώ ήταν για μας δεν έγιναν ποτέ δικά μας, όχι λόγο περιεχομένου αλλά λόγω περιτυλίγματος. Και για αυτά που οι εκδότες τα έβγαλαν χωρίς να έχουν ιδέα τι βγάζουν και πώς να το χειριστούν.  





Αφορμή για αυτή την ανάρτηση ήταν το "Της αγάπης και του πολέμου" του Τσανγκ-Ράε Λι, βιβλίο που φανερά απευθύνεται σε βιβλιόφιλους αν διαβάσεις τις ξένες κριτικές αλλά βγήκε με τίτλο- και δελτίο τύπου-  που απευθύνεται σε ένα μάλλον πιο γλυκερό αναγνωστικό κοινό και για αυτό δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί του, ούτε εμείς, ούτε οι άλλοι. Ο κανονικός του τίτλος είναι "The Surrenderer". 





Πολύ κακή μετάφραση τίτλου είναι και του "Lowland" της Jhumpa Lahiri : "Εκεί που ανθίζουν οι υάκινθοι".



Μπορώ να σκεφτώ κι αυτήν την φρικτή έκδοση του Λιόσα, που δεν την πήρα λόγω εξωφύλλου:






Κι αυτό το εξώφυλλο που το επέλεξε η ίδια η Άλι Σμιθ αλλά εμένα με ενοχλεί:



Ελάτε, πείτε κι εσείς κακομεταφρασμένους τίτλους και αταίριαστα εξώφυλλα, βοηθάτε!

Υ.Γ. 42 Όπως βλέπουμε και στην πρώτη φωτό κι οι ξένοι εκδότες δεν πάνε πίσω.


21/10/15

"Της αγάπης και του πολέμου", Chang-rae Lee



Βιβλίο βαθιά συγκινητικό, το «Της αγάπης και του πολέμου» του- Κορεάτη στην καταγωγή αλλά Αμερικάνου στην ανατροφή- Τσάνγκ-Ράε Λι έχει κάποιες εκπληκτικές στιγμές και άλλες πιο αδύναμες. Δεν ξεπέφτει όμως στο φτηνό μελό και τα κροκοδείλια δάκρυα. Η δύναμή του, η μακριά αφήγηση που σε νανουρίζει μέχρι να σου πει το σημαντικό, είναι ταυτόχρονα το πλεονέκτημα και το μειονέκτημά του.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου- και για μένα συγκλονιστικό- μας αφηγείται την ιστορία της Τζουν, ενός εντεκάχρονου κοριτσιού που έχει υπό την εποπτεία του τα δυο μικρότερα δίδυμα αδελφάκια του στην μακρά πορεία της προσφυγιάς, της πείνας και της κακουχίας. Οι γονείς, ο αδελφός και η μεγαλύτερη αδελφή της όλοι έχουν πεθάνει δραματικά από την έναρξη του πολέμου. 

"Το ταξίδι κόντευε να τελειώσει.
Η νύχτα ήταν ασυνήθιστα κρύα, ο αέρας ξύριζε παγωμένος, καθώς το τρένο κυλούσε νότια, διασχίζοντας την σκοτεινή κοιλάδα. Η βαμβακερή κουβέρτα που η Τζουν είχε κλέψει έφτανε για να τυλιχτούν και οι τρεις τους: ο αδελφός, η αδελφή της και η ίδια. Αλλά ήταν λεπτή πολύ. Και πότε-πότε το τρένο άνοιγε ταχύτητα και ο αέρας τρύπωνε και τους πάγωνε ως το κόκκαλο. Την περασμένη νύχτα το κρύο δεν ήταν πρόβλημα. Τώρα, όμως, είχαν στριμωχτεί στην σκεπή του τρένου- θέση δεν είχαν βρει πουθενά μέσα, κι ας είχε η αμαξοστοιχία πάνω από δώδεκα βαγόνια. Στον τελευταίο σταθμό περίμενε μια ολόκληρη στρατιά από πρόσφυγες. Και στα λίγα λεπτά που χρειάστηκαν τα μικρά της αδέλφια να κάνουν την ανάγκη τους δίπλα στις ράγες, έχασαν τις θέσεις τους και αναγκάστηκαν να σκαρφαλώσουν από την σκουριασμένη σκάλα ανάμεσα στα βαγόνια. Η Τζουν είχε ακολουθήσει το τρένο τρέχοντας για πενήντα μέτρα, ώσπου να ανέβει αρκετά ο αδελφός της, για να μπορέσει και η ίδια να πιαστεί από τη σκάλα και να πηδήξει πάνω" 

Έπειτα βλέπουμε ξανά την Τζουν, μεγάλη και σχεδόν ετοιμοθάνατη στα 47 της, να ψάχνει τον γιο της που τον μεγάλωσε ολομόναχη. Στην πορεία θα αναζητήσει τον Χέκτορ, τον πατέρα του παιδιού της, τον στρατιώτη που την έσωσε και την οδήγησε στο ορφανοτροφείο τότε. Με συνεχή φλας μπακ στην περίοδο του ορφανοτροφείου μαθαίνουμε σιγά σιγά τι ενώνει και τι χωρίζει τον Χέκτορ και την Τζουν. Παράλληλα μπλεκόμαστε στην μαυλιστική ιστορία της Σιλβί, της γυναίκας του ιεραπόστολου που διοικούσε το ορφανοτροφείο.

Η αγριότητα του πολέμου και η προσφυγιά σε όλο τον φρικτό της μεγαλείο είναι θέματα, που ιδιαίτερα στους ταραγμένους καιρούς μας, δεν θα αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο. Η ταύτιση με το κορίτσι που βρίσκεται ξαφνικά κηδεμόνας δυο μικρότερων ενώ πεθαίνει της πείνας και γύρω του όλοι είναι χαροκαμένοι κι ορφανοί, άρα αδύνατο να βοηθήσουν, είναι έντονη. Νιώθεις σαν να είσαι εκεί, σαν να σου συμβαίνει κι εσένα.

Οι χαρακτήρες του Τσανγκ-Ράε Λι έχουν μεγάλο βάθος, ξέρει να τους υπερασπίζεται. Στήνει ολόκληρη τοιχογραφία, κι όμως κανένας τους δεν ξεφεύγει ή μένει εκτός πλαισίου. Οι τρεις πρωταγωνιστές δεν επισκιάζουν ο ένας τον άλλον, τους μαθαίνουμε καλά κι είναι συνεπείς. Όχι σε κάποια ηθική αλλά στον κατεστραμμένο εαυτό τους. Το βασικό του θέμα είναι τα τραύματα των ανθρώπων που δεν επουλώνονται όσα χρόνια κι αν περάσουν κι η ίδια η ανθρώπινη αδυναμία αυτών που επιβιώνουν.

Αν κάτι έχει κανείς να προσάψει στο βιβλίο είναι ίσως φλυαρία. Η ιστορία ενώ αρχικά είναι σφιχτοδεμένη, έπειτα πλατειάζει και στο τέλος μπουκώνει με γεγονότα που δεν είναι πάντοτε πιστευτά. Επειδή όμως το να γράψει κανείς 570 αριστουργηματικές σελίδες είναι αδύνατον, το συγχωρείς. Για χάρη της μεγάλης αφήγησης. 

Το «Της αγάπης και του πολέμου» κυκλοφόρησε το 2014 κι έμεινε σχεδόν στην αφάνεια. Το ανακαλύψαμε ξανά γιατί η μεταφράστρια του Μαρία Αγγελίδου ήταν υποψήφια για αυτό το βιβλίο για το βραβείο μετάφρασης από τα Αγγλικά κι όχι για τα «Έθιμα ταφής» που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο. Αν και ακόμα θεωρώ ακατανόητη την επιλογή της επιτροπής- το βιβλίο της Χάνα Κεντ συνεχίζει να είναι για μένα το καλύτερο του 2014- χάρηκα που η υποψηφιότητα του "Της αγάπης και του πολέμου" ήταν αφορμή για να το διαβάσω. 


"Της αγάπης και του πολέμου", Τσανγκ-Ράε Λι, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ωκεανίδα, 2014, σελ.571










Υ.Γ. 42 Το βιβλίο αδικήθηκε από τον νερόβραστο ελληνικό τίτλο- ο αγγλικός είναι «The Surrenderer»- και το ακόμα πιο νερόβραστο εξώφυλλο. Ο Τσανγκ-Ράε Λι είναι πολυβραβευμένος στην Αμερική όμως εδώ δεν τον γνωρίζαμε. Και τελικά παρέμεινε άγνωστος.


19/10/15

"V for Pynchon" του Μαραμπού



Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε, τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους, παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε, ονόματα και βλέμματα και δρόμους. Έτσι είναι όπως τα λέει ο ποιητής! Η λογοτεχνία εδραιώνει ισχυρές φιλίες. Όσες σελίδες και αν διαβάσουμε, χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάμε. Και για μένα, αυτή η αλλαγή θέασης έγινε μέσα από τα βιβλία του Τόμας Πύντσον: μέσα από δρόμους παράνοιας, απορημένα βλέμματα, αστεία ονόματα και τραγουδάκια της κακιάς ώρας! Και έναν Λόγο που και ο ίδιος ο Θεός μόνο να μπεμπεκίσει μπορεί!

Είσαι φέρελπις συγγραφέας και σου κατεβαίνει στο κεφάλι να γράψεις το V., να είναι αυτό η πρώτη σου λογοτεχνική προσπάθεια. Πλάκα μας κάνεις; Πολλοί κριτικοί κατηγορούν τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς για αμετροέπεια, ότι προσπαθούν να στριμώξουν όσα περισσότερα μπορούν στο πρώτο τους βιβλίο, λες και φοβούνται ότι δε θα ξαναγράψουν άλλο. Ο Τόμας Πύντσον σκέφτηκε να πρωτοτυπήσει, δεν προσποιήθηκε ότι μπορεί να πει τα πάντα, αλλά είπε πράγματι, ή καλύτερα έγραψε, τα πάντα, με την μεγαλύτερη δυνατή αρτιότητα, έτσι ώστε οι αποσβολωμένοι κριτικοί να αναγκαστούν να απωλέσουν το μόνο “ενοχοποιητικό” χαρτί που είχαν στα χέρια τους!



Λατρεύω τα πρωτόλεια των μεγάλων συγγραφέων, είναι γεμάτα παρορμητικότητα, ενίοτε δισταγμούς, τεχνική ανεπάρκεια, γοητευτικές ατέλειες. Διαθέτουν επίσης και μια αναζωογονητική ελευθερία. Όπως σημειώνει και ο πάντα διορατικός Ίταλο Καλβίνο στο επίμετρο που έγραψε για το πρωτόλειό του, “Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές”, «... το πρώτο βιβλίο θα ήταν καλύτερα να μην το έγραφε κανείς. Όσο δεν έχεις γράψει το πρώτο σου βιβλίο, έχεις την ελευθερία να αρχίσεις˙ ελευθερία που μπορείς να χρησιμοποιήσεις μόνο μια φορά στη ζωή σου: το πρώτο βιβλίο ήδη σε καθορίζει, ενώ στην πραγματικότητα εσύ είσαι πολύ μακριά από το να καθοριστείς˙ κι αυτόν τον καθορισμό είσαι αναγκασμένος να τον κουβαλάς μαζί σου σε όλη σου τη ζωή, και να προσπαθείς να τον επιβεβαιώσεις ή να τον εμβαθύνεις ή να τον διορθώσεις ή να τον διαψεύσεις, αλλά χωρίς να μπορείς να τον αγνοήσεις». Από τις παραπάνω επιλογές, ο Πύντσον, όπως και πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς (συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Καλβίνο), επιλέγει να τον εμβαθύνει! Βέβαια, το πρωτόλειο του ενός μπορεί να είναι το αριστούργημα του άλλου και αντιστρόφως. Ωστόσο, ασχέτως ποιότητας, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να τα διαβάζεις και να προσπαθείς να τα ερμηνεύσεις.

Ο Πύντσον μέσα στο “ανώριμο” έργο καταλήγει να γράφει ένα έργο της πιο μεστής συγγραφικής του ωριμότητας! Αν είναι έτσι τα πρωτόλεια έργα των συγγραφέων, καλύτερα να περάσουμε μια θηλιά στο λαιμό μας! Ευτυχώς όμως, για όλους τους επίδοξους συγγραφείς, δεν είναι έτσι, ο Πύντσον είναι μια εξαίρεση. Μια εξαίρεση που μας θυμίζει ότι υπάρχουν και μερικοί ελάχιστοι συγγραφείς που δεν γίνονται, γεννιούνται. Στο V. δεν υπάρχουν οι τόσο πολλές εκρήξεις χιούμορ που συναντούμε στα υπόλοιπα βιβλία του (φυσικά, δεν λείπουν εντελώς), δεν υπάρχουν ούτε οι (άλλοτε σε αφθονία) εξαιρετικές μεταφορές της γλώσσας που σε αφήναν με το στόμα ανοιχτό, το βιβλίο όμως διαθέτει μια υπνωτιστική διάθεση (εμπλουτισμένη με μυστήριο και σασπένς) και μια συγγραφική σιγουριά που μόνο ένας 26χρονος μπορεί να μεταδώσει... τι λέω, Θεέ μου, και δεν χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο!! Το βιβλίο, αν το κρίνεις από λογοτεχνικής απόψεως μοιάζει θεόπνευστο, αν λάβεις υπόψη και την ηλικία του συγγραφέα του, μοιάζει ολότελα σατανικό!



Ήδη από το πρώτο αυτό βιβλίο, φαίνονται όλα τα μοτίβα που θα ακολουθήσει και θα εξελίξει και στα υπόλοιπα. Ως αντιστάθμισμα στην πολυπλοκότητα των βιβλίων του, σου προσφέρει μία θαυμάσια αφηγηματική γλώσσα, πολύ γέλιο, τροφή για σκέψη και ένα πραγματολογικό δίκτυο αναφορών να έχεις να γκουγκλίζεις έως το θάνατό σου! Πολλοί αναγνώστες χάνονται μέσα στα τόσα ονόματα και θεωρούν αυτήν την παρέλαση ονομάτων μία εκκεντρικότητα του συγγραφέα, μια εύκολη λύση όταν τα βρίσκει σκούρα να αρχίσει να ξεφορτώνεται τους χαρακτήρες. Όμως εκεί κρύβεται όλη η μαγεία – πόσοι από μας δεν έχουν ξεφορτωθεί διάφορους χαρακτήρες στην πορεία της ζωής τους; Ή δεν τους ξαναβρήκαν μπροστά τους όταν πίστεψαν ότι τους είχαν ξεφορτωθεί για πάντα; Ο Πύντσον επιλέγει συνειδητά να μην εμβαθύνει στους χαρακτήρες (όποιοι και αν είναι αυτοί) και έτσι ο αναγνώστης δεν νιώθει καμία ταύτιση. Με τι να ταυτιστώ, αναρωτιέται, με τον ιερέα που προσηλυτίζει τους αρουραίους των υπονόμων, με την ποντικίνα που ονειρεύεται να γίνει μοναχή, με τον κυνηγό αλιγατόρων; Μέσα από αυτά τα σπαράγματα χαρακτήρων όμως, ο Πύντσον οικοδομεί ένα σύμπαν συμπαγές και ενοποιητικό, όπου όλοι βρίσκονται σε κοινή μοίρα, ανθρώπινες φωνές που συγκροτούν έναν κόσμο πολύ οικείο, που παρανοεί, ελπίζει, παλεύει, παραιτείται, αγωνιά, αγαπάει, μισεί, ζει και πεθαίνει. Μετά τις αναγνώσεις των βιβλίων του, βγαίνεις στο κόσμο και αναπηδάς από έκπληξη με την ταύτιση των χάρτινων χαρακτήρων και των ανθρώπων που περπατούν δίπλα σου. Μια διαδρομή με το λεωφορείο μπορεί να αποδειχθεί πρωτόγνωρη εμπειρία!

Εντούτοις, η πολυπλοκότητα των βιβλίων του είναι όντως πολύπλοκη, δε θα το αρνηθούμε! Δίνουν την εντύπωση ενός παζλ, λείπουν κομμάτια. Περισσότερο μου θυμίζουν ένα παιχνίδι που παίζαμε μικροί στις οθόνες αφής (τις παλιές, με τα κέρματα!) όπου εμφανιζόταν μια μπερδεμένη φωτογραφία χωρισμένη σε τετράγωνα και εσύ μετακινώντας τα κομμάτια πάνω κάτω δεξιά αριστερά, προσπαθούσες να συναρμολογήσεις την εικόνα. Αυτή η αίσθηση είναι πολύ έντονη στα βιβλία του, στην αρχή δεν ξέρεις τι εικόνα βλέπεις, δεν έχεις ιδέα, μόνο προσπαθείς να απομνημονεύσεις τα ονόματα και να βρεις μερικές συνδέσεις αργότερα. Στην πορεία όταν καταφέρνεις να βγάλεις ένα νόημα νιώθεις ενθουσιασμένος! Μέχρι τότε όμως, ο Πύντσον φροντίζει να σε κρατά σε ένταση με την φαντασία του, με το χιούμορ του και τον όμορφο λόγο του. Αργότερα θα εμφανιστεί νέα θολή εικόνα (όταν ρίξεις άλλο κέρμα) και θα αρχίσει πάλι το παιχνίδι, ίσως να σου θυμίζει την προηγούμενη ίσως και όχι, δεν πρέπει να σε απασχολεί αυτό. Μην ψάχνεις την μεγάλη εικόνα όταν τελειώσεις το μυθιστόρημα, γιατί μάλλον θα απογοητευτείς. Μην ψάχνεις τον προορισμο γιατί δεν υπάρχει, αν ξεκινάς με τον προορισμό στο μυαλό σου, σίγουρα θα χαθείς στα μισά του δρόμου. Το βέβαιο είναι οτι τα βιβλία του Πύντσον είναι πολλαπλώς πολύπλοκα και δομημένα με έναν κώδικα και μια αρχιτεκτονική που έχει βαθύνοια και τελειότητα και δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από αναγνώστες που θέλουν να μένουν στην επιφάνεια των γεγονότων του βιβλίου.



Είναι σαν να ζεις μες στο καλειδοσκόπιο ενός παράφρονα. Αυτή είναι μια φράση κάπως φαντεζί, ακατανόητη και περιπαικτική. Όποιος μπορεί όμως να στοχαστεί πάνω σε αυτή την φράση, θα έχει πλησιάσει τον πυρήνα των βιβλίων του Πύντσον. Επειδή ο ενθουσιασμός που εκφράζω προς αυτόν (δεν παίρνω ποσοστά, αλήθεια λέω!), ενδέχεται να έχει παρασύρει πόλλους αναγνώστες να αγοράσουν τα βιβλία του και τώρα να τους έχει αναγκάσει να βγουν στον δρόμο με μια σφεντόνα στο χέρι και ακροβολισμένοι να περιμένουν πότε θα πετάξω από μπροστά τους, θα κάνω μια ύστατη προσπάθεια να σώσω το τομάρι μου! Για κάθε επίδοξο αναγνώστη του Πύντσον, προτείνω να διαβάσει την παραπάνω φράση ως μια αντικειμενική αλήθεια: θα άντεχε να ζει (έστω και για τον έναν μήνα που θα διαρκέσει η ανάγνωση) μες στο καλειδοσκόπιο ενός παράφρονα;

Μια άλλη σπουδαία φράση από το V. είναι η εξής: Ποιος είμαι εγώ για να γνωρίζω τα κίνητρά μου; Καλά, θα πείτε, 600+ σελίδες αναγννωστικού αχταρμά για δυο φρασούλες! Ναι για δυο “φρασούλες”, εκ των οποίων η πρώτη εκφράζει την λογοτεχνική ιδιοφυία του συγγραφέα και η δεύτερη, την βαθύτατη ανθρώπινη ουσία του αναγνώστη! Δεν αρκεί κάποιος να σου απομονώσει τις δυο φρασούλες, πρέπει να παιδευτείς για να τις κατακτήσεις, γι' αυτό άλλωστε διαβάζουμε λογοτεχνία. Η μετάφραση είναι υποδειγματική και ανήκει στον Προκόπη Προκοπίδη, ο Πύντσον έχει προκόψει μεταφραστικά και αυτό είναι κάτι ευτυχές για τους Έλληνες αναγνώστες. Για μένα ο Τόμας Πύντσον είναι ο πιο ευφυής συγγραφέας από όλους τους ζωντανούς που έχω κατά νου και από πολλούς πεθαμένους επίσης. Έπιασε με άνεση τον παλμό του 20ου αιώνα και θα μείνει κλασικός τουλάχιστον για καμιά 200αριά χρόνια ακόμα. Ένας αναγνώστης της εποχής του Τολστόι που διάβαζε εκείνη την εποχή Τολστόι, δεν είχε στο μυαλό του ότι διάβαζε έναν κλασικό του μέλλοντος. Και εδώ που τα λέμε δε θα είχε και καμιά σημασία αν το μάθαινε. Όπως δεν σημαίνει τίποτα για μένα που διαβάζω Πύντσον τώρα που ακόμα ζει. Όμως, όσοι πιστεύετε ότι έχει μια ρομαντική χροιά η αβάσιμη αυτή υποψία, να νομίζεις δηλαδή ότι “ανακάλυψες” έναν μελλοντικό κλασικό πριν αυτός εδραιωθεί ως τέτοιος, τότε, προσπαθήστε να διαβάσετε Πύντσον, είναι μια συνωμοσιολογική παραδοξότητα που και εκείνος σίγουρα θα απολάμβανε!

Για το τέλος, το καίριο απόσπασμα που συμπνυκνώνει καθένα από τα βιβλία του, σαν επιμύθιο μιας γοητευτικής αφήγησης και επινίκειο μιας σπουδαίας γλώσσας, που αποδεικνύει ότι ο Πύντσον δεν είναι μόνο αυτό, αλλά είναι κυρίως αυτό, μια εκκωφαντική εκδήλωση παρηγοριάς.



[...] Μια ακατοίκητη πόλη είναι διαφορετική. Διαφορετική απ' ό,τι θα μπορούσε να δει ένας «φυσιολογικός» παρατηρητής που περιπλανιέται στο σκοτάδι – το οποιοδήποτε σκοτάδι. Αποτελεί κοινό αμάρτημα όσων δεν έχουν πραγματικές ψυχές, όσων δεν έχουν φαντασία, να μην αρκούνται σ' αυτό που έχουν. Η ψυχαναγκαστική τους τάση να συναθροίζονται, ο παθολογικός τους φόβος μήπως μείνουν μόνοι, εκτείνεται πέρα από το κατώφλι του ύπνου˙ κι έτσι, όταν στρίβουν στη γωνία – όπως είμαστε όλοι μας αναγκασμένοι να κάνουμε, όπως το κάναμε στο παρελθόν και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε στο μέλλον, κάποιοι συχνότερα από τους υπόλοιπους – συνειδητοποιούν πως βρίσκονται στο δρόμο... Ξέρεις ποιο δρόμο εννοώ, παιδί μου. Το δρόμο του 20ου αιώνα, το δρόμο που σε κάποια μακρινή στροφή του μας περιμένει – έτσι ελπίζουμε – μια αίσθηση οικειότητας και ασφάλειας. Χωρίς τίποτε να μας το εγγυάται. Βρισκόμαστε στη λανθασμένη άκρη του δρόμου, για λόγους που τους ξέρουν καλύτερα όσοι μας τοποθέτησαν εκεί. Αν μας τοποθέτησαν κάποιοι. Είναι πάντως ένας δρόμος που πρέπει να τον περπατήσουμε.


                                                                                                      Μαραμπού 


"V", Thomas Pynchon, μετ. Προκόπης Προκοπίδης, εκδ. Χατζηνικολή, 2007, σελ.664

18/10/15

Στις 2μ.μ. μαζί μας η Μαρία Αγγελίδου






Καλημέρα, καλημέρα. Σήμερα, ανήμερα των γενεθλίων του μικρού μου κοτσυφιού, θα μιλήσουμε με μια σημαντική μεταφράστρια και συγγραφέα, την Μαρία Αγγελίδου.
Θα κληρώσουμε 2 αντίτυπα "Της αγάπης και του πολέμου" του Τσανγκ-Ραε Λι - το βιβλίο με το οποίο ήταν υποψήφια για το φετινό βραβείο μετάφρασης- ευγενική προσφορά από την Ωκεανίδα και από ένα αντίτυπο από τα "Καράβια που δεν φοβήθηκαν" και τα "Καράβια που ταξίδεψαν τη φαντασία", ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Ίκαρος - Ikaros Publishing. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει", σχολιάστε ή κοινοποιήστε την ανάρτηση στο γκρουπ της εκπομπής στο Facebook. Ή αφήστε σχόλιο σε τούτο δω το ποστ.


















Στις 2μ.μ. Διαβάζοντας στον www.amagi.gr



16/10/15

"Το βάρος της πεταλούδας", Erri De Luca



Ένα μικρό βιβλιαράκι στο οποίο δεν θα είχα δώσει καμία, μα καμία σημασία είναι "Το βάρος της πεταλούδας" του Erri De Luca, αν δεν μου το είχε δείξει στα ράφια του Booktalks ένας φίλος. Το πήρα περισσότερο από περιέργεια, για να καλμάρω κάπως τον ενθουσιασμό του. Το οπισθόφυλλο δεν έμοιαζε και πολύ σαγηνευτικό: "Ο βασιλιάς των αγριόγιδων έχει κουραστεί. Ανάγκασε για χρόνια το κοπάδι του σε υποταγή κι αυτόν τον Νοέμβρη αναγνωρίζει την παρακμή του-φτάνει η ώρα του διαδόχου. Κι ο άντρας έχει γεράσει. Πέρασε άγρια, μοναχικά χρόνια λαθροκυνηγός στα βουνά· εκείνη τη μέρα του Νοέμβρη ξέρει οτι κοντοζυγώνει το τέρμα. Δυο μοναχικά μέλη από διαφορετικά είδη στην δύση τους. Γεύτηκαν, πειραματιστηκαν και τώρα χάνονται. Πίσω τους το ανοιχτό χνάρι ξανακλείνει".

Δεν κρύβω πως αρχικά χρειάστηκε να ξεπεράσω μια προκατάληψη. Βιβλίο που ηρωοποιεί κατά κάποιον τρόπο κυνηγό, και μάλιστα λαθροκυνηγό, κλωτσάει σε όλα μου τα ένστικτα, όσο ποιητικά κι αν είναι γραμμένο. Ένιωθα απέχθεια. Όμως η τελική γεύση δεν ήταν πικρή. Γιατί το βιβλιαράκι αυτό δεν μιλά στην πραγματικότητα για κυνηγούς και αγριόγιδα αλλά για την εξουσία, την δύναμη και την μοναξιά. Και την αφόρητη αίσθηση πως θα πρέπει να εγκαταλείψεις την δύναμή σου, γιατί πια σε εγκαταλείπει το κορμί σου. Να ξέρεις να παραιτείσαι. 

Σχεδόν ποιητικό, με ρυθμό ραχάτικο, που σε βάζει στιγμές στιγμές να λες φράσεις δυνατά, το μικρό σχετικά διήγημα έχει μια υπνωτιστική επίδραση στον αναγνώστη. Το ακόμα μικρότερο δεύτερο διήγημα του τομιδίου είναι ακόμα πιο ποιητικό. 

Περιμένω το πρώτο σκοτάδι, που σβήνει την σκιά από το απέναντι βράχο. Μόλις φύγει, ξεμυτίζει το πρώτο αστέρι πάνω από τον Φάνες και οι βαθμοί της θαλπωρής κατεβαίνυν κλιμακωτά, χαρούμενοι και σβέλτοι. Αποφασίζω να σηκωθώ, όταν στην μύτη νιώθω να τσούζει το κέντρισμα της εσπέρας. Ο επισκέπτης ενός δέντρου πρέπει να αποσύρεται την ώρα που φεύγουν οι ίσκιοι.

Το βιβλιαράκι το διάβασα αργά, ανάμεσα σε άλλα αναγνώσματα, σπουδαία και σημαντικά. Και θα περίμενε κανείς να χαθεί ανάμεσά τους. Τα κατάφερε όμως και με κέρδισε, τράβηξε την προσοχή μου από την καθημερινότητα και με έβαλε για κάποια ώρα στον μαγικό κλοιό του. 



"Το βάρος της πεταλούδας",  Erri De Luca, μετ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Κέλευθος, 2015, σελ. 116 

15/10/15

"Το μάθημα μουσικής", Pascal Quignard



Το ομολογουμένως εντυπωσιακό βιογραφικό του Πασκάλ Κινιάρ- υπήρξε αναγνώστης για τον Gallimard για 22 χρόνια φτάνοντας ως την ζηλευτή θέση του διευθυντή εκδόσεων- δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να αμφισβητήσει κανείς την αξία του έργου του· αν κάποιος ξέρει καλά την λογοτεχνία, είναι εκείνος. Αν κάτι έχεις να προσάψεις στην γραφή του Κινιάρ πάλι, είναι ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για το έργο ενός ανθρώπου που ακροβατεί ανάμεσα στο δοκίμιο και το διήγημα, γιατί εκκινεί από τις γνώσεις του, η μούσα του είναι η ίδια η Τέχνη.

Στην πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη- από τις τρείς που απαρτίζουν «Το μάθημα μουσικής»- ιστορία ακολουθούμε τα βήματα του Μαρέν Μαραί μέχρι την καταξίωσή του ως δεξιοτέχνη της μπασαβιόλας. Η κεντρική ιδέα του δοκιμίου-διηγήματος είναι εκκεντρική: ο Κινιάρ υποστηρίζει πως οι άντρες- κι όχι οι γυναίκες- συνθέτουν κυρίως μουσική γιατί προσπαθούν να αναβιώσουν εκείνη την παιδική φωνή που έχασαν όταν άλλαξε η φωνή τους στην εφηβεία. Με άλλα λόγια, η μεταφώνηση, αυτή που εξαρτάται από την ωρίμανση των γενετικών οργάνων των αντρών και δεν συμβαίνει ας πούμε στους καστράτους, είναι υπεύθυνη για όλους τους μεγάλους συνθέτες της μουσικής.

Ακολουθώντας αυτήν την ιδέα, στο δεύτερο πολύ μικρότερο διήγημα, μας μιλά για τον Αριστοτέλη, την τραγωδία και το ρήμα «τραγίζειν». «Η αρχαία ελληνική λέξη τραγίζειν, που φανερώνει την αλλαγή που συμβαίνει στη φωνή όταν το παιδί γίνεται άντρας, είναι περίεργη γιατί επίσης σημαίνει βρωμάω σαν τράγος».

Το τρίτο διήγημα, που αγγίζει περισσότερο το συναίσθημα του αναγνώστη, είναι ο δρόμος προς την μουσική του Πο Για, μέσω του δασκάλου του Τσενγκ Λιέν που έμεινε στην ιστορία ως ο δάσκαλος του Πιο-Μεγάλου-Μουσικού-του-Κόσμου.

Αυτό που εξάπτει την φαντασία στην γραφή του Κινιάρ είναι πως τα κείμενά του βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες σπουδαίων ανθρώπων, είναι όμως οι εναλλακτικές βιογραφίες τους. Έχει δηλαδή, μέσα από την έρευνα και το προσωπικό ενδιαφέρον, κατορθώσει ο συγγραφέας να φτιάξει ένα δικό του, διαφορετικό λογοτεχνικό είδος, στηριγμένο τόσο έντονα στα πραγματολογικά στοιχεία, που αναρωτιέσαι αν είναι ή όχι μυθοπλασία, αν γράφει ή όχι λογοτεχνία. Η απάντηση δίνεται από την απόλαυση που αντλεί ο αναγνώστης. Κανείς δυσκολεύεται να αφήσει το καλαίσθητο βιβλιαράκι από τα χέρια του, φαντάζομαι πως λίγοι θα διακόψουν την ανάγνωση πριν και την τελευταία αράδα. Είναι με λίγα λόγια, «Το μάθημα μουσικής» του Πασκάλ Κινιάρ, ένα από κείνα τα βιβλία που θα τα τελειώσεις σχεδόν αμέσως και θα τα σκέφτεσαι για μέρες.



"Το μάθημα μουσικής", Πασκάλ Κινιάρ, μτφρ. Γιάννης Κατσάνος, εκδόσεις Μελάνι 2015













Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Βακχικόν 

14/10/15

Είμαι η Κατερίνα Μαλακατέ και είμαι αναγνώστρια






Μου ζητήθηκε να μιλήσω- λίγο- τόσο- μια ιδέα- αύριο σε μια λέσχη δημιουργικής γραφής εφήβων που θα επισκεφθεί το Booktalks. Θα μπορούσα να τους μιλήσω σαν συγγραφέας, αλλά εγώ μάλλον είμαι και θα παραμείνω γραφιάς. Θα ήθελα να τους μιλήσω ως blogger. Όμως το blogging θα ακουστεί μάλλον παρωχημένο στα αυτιά ανθρώπων που ζήσαν με το ίντερνετ από τότε που θυμούνται τον εαυτό του. Αν τους μιλήσω σαν βιβλιοπώλης, πάλι ψέματα θα λέω. Δεν είμαι η κλασική βιβλιοπώλισσα, έχω ένα ιδιαίτερο μαγαζί, είναι φανερό πια πως δεν μπορώ να ταυτιστώ με τον κλάδο. Άρα τι μένει; Θα τους μιλήσω με την πραγματική μου ιδιότητα. Θα μιλήσω ως αναγνώστρια.

Αυτό εμπεριέχει έναν κίνδυνο, μιλώντας για την δική τους ηλικία, θα χρειαστώ τα σκοτάδια μου. Δεν μπορώ να γενικεύσω. Η δική μου εφηβική μαυρίλα, μια μαυρίλα σχεδόν πεισιθάνατη, νικήθηκε από την ανάγνωση, έμεινε πίσω, να μου θυμίζει αυτό που ήμουν και που έγινα. Η ανάγνωση είναι η προίκα της παιδικής μου ηλικίας, ό,τι έχω για να αντισταθώ σε αυτόν τον φρικτό κόσμο. Ήταν τότε και θα είναι τώρα. 

Έγραφα κάποτε πως τα βιβλία δεν είναι ζωή και δεν μπορούν να είναι ζωή. Ούτε φίλοι μας είναι. Όμως τα βιβλία είναι παρηγοριά, είναι γνώση και μνήμη, είναι πολλές ζωές μαζί, βιωμένες με εντάσεις στιγμής. Στα βιβλία είσαι ευγενική, λεπτεπίλεπτη δεσποινίδα κι αιμοσταγής ναζί δολοφόνος· γοητευτικός άντρας κι ένας καμπούρης κωδωνοκρούστης. Τα βιβλία περιέχουν την απαραίτητα δόση ευτυχίας για να μην θεωρείς την ζωή σου χαμένη. 

Τα βιβλία είναι ο μισός μου κόσμος. Αυτό θα πω στα παιδιά. Αυτό θα πω και στους ενήλικες που θα έρθουν στην Λέσχη Ανάγνωσης το Σάββατο. Όμως αυτό δεν είναι αναγκαία συνθήκη για να διαβάζεις βιβλία. Είναι η δική μου συνθήκη κι η δική μου ζωή. Το τι θα βρουν στα βιβλία για την δική τους, έφηβοι και μεγαλύτεροι, εξαρτάται από τους ίδιους. 







Υ.Γ. 42 Το Σάββατο είναι η επίσημη πρώτη της Λέσχης Ανάγνωσης στο Booktalks. Η συμμετοχή είναι δωρεάν, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι και θα διαβάζουμε ένα βιβλίο κάθε μήνα. Θα συντονίζουμε εγώ και ο -γκουρού μας- Librofilo.

12/10/15

"Μόνος στο Βερολίνο", Hans Fallada



Τον Χανς Φάλαντα δεν τον ήξερα. Τουλάχιστον όχι μέχρι πριν από 2 χρόνια, οπότε και κυκλοφόρησε «Ο Πότης» από τις εκδόσεις Κίχλη. Το διάβασα, ο Φάλαντα μπήκε σε κείνο το πάνθεον των αγαπημένων συγγραφέων με συνοπτικές διαδικασίες κι έτσι πήρα σχεδόν αμέσως το άλλο του βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά, το «Μόνος στο Βερολίνο». Το άφησα να ξεκουραστεί κοντά δυο χρόνια στην ντάνα με τα αδιάβαστα. Λάθος μου. Αν «Ο Πότης» με είχε ενθουσιάσει, το «Μόνος στο Βερολίνο» με απογείωσε: πρόκειται ειλικρινά περί αριστουργήματος. 

Το μυθιστόρημα είναι μια συγκλονιστική καταγραφή του απολυταρχικού καθεστώτος του Χίτλερ, μια εκ των έσω περιγραφή για το πώς συμπεριφέρθηκε το τρίτο Ράιχ στους ίδιους τους Γερμανούς. Ήρωες τα μέλη των οικογενειών μια λαϊκής πολυκατοικίας που έχουν διαφορετική στάση απέναντι στον ναζισμό- από ανθρωπάκια που πάνε να πλουτίσουν από την κατάσταση, μέχρι πωρωμένους σαδιστές, αλλά και ανθρώπους που δεν θέλουν να μετέχουν στο καθεστώς, που αρχίζουν να νιώθουν όλο και πιο μόνοι και αβοήθητοι απέναντι στο σύστημα που τους ποδοπατεί ως προσωπικότητες, τους θεωρεί απλά γρανάζια στην πολεμική του μηχανή. 

Κεντρική ιστορία – και αληθινή όπως μας λέει ο ίδιος ο Φάλαντα στο επίμετρο- αυτή των Κβάνγκελ. Ο Ότο Κβάνγκελ είναι ένας πενηντάρης εργοδηγός σε εργοστάσιο επίπλων που έχει μετατραπεί σε εργοστάσιο που φτιάχνει φέρετρα. Η Άννα είναι η μεσήλικη γυναίκα του. Όταν ο γιος τους σκοτώνεται στον πόλεμο συνειδητοποιούν πως δεν θέλουν να είναι με τον Φύρερ. «Εσύ και ο Χίτλερ σου», λέει κλαμένη στον άντρα της η Άννα. Έτσι, αυτός ο πολύ μετρημένος, αυστηρός, λιγόλογος, τσιγκούνης άντρας που κοιτούσε πάντα την δουλειά του αποφασίζει να αντισταθεί με τον δικό του τρόπο. Γράφει κάρτες κατά του Χίτλερ που τις αφήνει σε κεντρικά σημεία για να αφυπνίσει τον Γερμανικό λαό. Μόνο που οι συμπολίτες του είναι τόσο φοβισμένοι που τις παραδίδουν όλες στην αστυνομία. Τα λαγωνικά τις Γκεστάμπο είναι στο κατόπι του. 

Το βιβλίο μας δείχνει με ενάργεια πως τα φασιστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα συντρίβουν το άτομο, το περιγελούν, βάζουν την κομματική πειθαρχία πάνω από οτιδήποτε άλλο, προάγουν τα λαμόγια και τους σαδιστές στις κεντρικές θέσεις εξουσίας. Ο κάτοικος του Βερολίνου πρέπει να συμμορφωθεί ή να πεθάνει. Αλλά ακόμα κι αν παραδοθεί άνευ όρων, πάντα θα ‘χει κάτι να κρύψει, πάντα για κάτι θα φοβάται. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον εκτελέσουν για κάτι ασήμαντο ή και ανύπαρκτο. 

Το κείμενο είναι δομημένο εξαιρετικά, σε βάζει ύπουλα στην γενική του ιδέα, σε εγκλωβίζει στην ασφυξία· είναι σα να ζεις εκεί, μαζί με τους Κβάνγκελ. Πρόκειται για μεγάλη αφήγηση και τοιχογραφία γεγονότων, προσώπων και εποχής. Ο Φάλαντα δεν φοβάται να παρεκκλίνει από την κεντρική πλοκή, να μας μιλήσει για επεισόδια άλλα, να μας αναλύσει σε βάθος σχεδόν όλους τους τύπους των ανθρώπων και τις συμπεριφορές απέναντι στο καθεστώς. Ένα καθεστώς που ακόμα και τα πιο πιστά του μέλη θα μπορούσε να τα ρίξει στα υπόγεια της Γκεστάμπο ανά πάσα στιγμή. 

Κορυφαίο μάθημα ενάντια στον ναζισμό, βιβλίο με απαράμιλλες λογοτεχνικές αρετές αφήγησης, το «Μόνος στο Βερολίνο» είναι ένα μυθιστόρημα που πρέπει να διαβαστεί από όλους τους βιβλιόφιλους- ίσως κι από αυτούς που δεν είναι και θέλουν να καταλάβουν γιατί η λύση απέναντι στον φασισμό είναι η παιδεία κι η μνήμη. Υποψιάζομαι πως λίγοι θα είναι εκείνοι που δεν θα ενθουσιαστούν με το μυθιστόρημα και δεν θα το θυμούνται για καιρό μετά. 





«Μόνος στο Βερολίνο», Χάνς Φάλαντα, μετ. Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. Πόλις, 2008, σελ. 668