28/2/16

Συνέντευξη Γιώργου Μυρεσιώτη στις 6μ.μ. στον www.amagi.gr



Κλήρωση! Και εκπομπή! Μαζί μας σήμερα στις 6μ.μ. στον www.amagi.gr o Γιώργος Μυρεσιώτης των Εκδόσεων Opera.
Κληρώνουμε:
2 "Είδα να φτάνει ένας γέρος", Ντ. Τσαβαρία, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος
2 "Κατά μόνας", Αντ. Νέουμαν, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Opera. Για να μπείτε στην κλήρωση σχολιάστε τούτο δω το ποστ ή δείτε εδώ
Live 6-8μ.μ. σήμερα στο Διαβάζοντας@amagi

Ακούστε παλαιότερες εκπομπές διαβάζοντας εδώ:



26/2/16

"Οξφόρδη 7", Pablo Tusset



Επιστημονική φαντασία είναι το βιβλίο του Ισπανού συγγραφέα Πάμπλο Τουσέτ «Οξφόρδη 7» και μάλιστα από τα καλύτερα δείγματα του είδους. Βρίσκουμε εδώ όλες τις κλασικές δομές μιας δυστοπίας: ένα ολοκαίνουργιο σύμπαν που κρατά στοιχεία από το δικό μας, ένα καταδυναστευτικό ολοκληρωτικό καθεστώς, ανθρώπους που δεν θέλουν πια να είναι γρανάζια μιας μηχανής και κάνουν την επανάστασή τους. Μόνο που μπαίνει ένα twist στην ιστορία — δεν είναι όλα όπως φαίνονται, το Σύστημα είναι κακό και αδηφάγο αλλά «το να πηγαίνεις κόντρα στο σύστημα αποτελεί μέρος του συστήματος».

Το βιβλίο είναι γραμμένο με εξαιρετικό χιούμορ —ο συγγραφέας του άλλωστε είναι γνωστός για το προηγούμενό του,« Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα κρουασάν»—, έχει γρήγορη και σφιχτοδεμένη πλοκή, όμως παρ’ όλα αυτά δεν παραλείπει να κάνει πολιτικά σχόλια. Είναι ένα κείμενο που εμμέσως αναφέρεται σε αυτό που συμβαίνει τώρα: την κρίση, την πολιτική, τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Άνοιξη του 2089 και στον διαστημικό Σταθμό Οξφόρδη 7 που είναι ολόκληρος το campus ενός Πανεπιστημίου, η Παντοδύναμη Πρύτανης Έμιλι Ντεκάρντ επιβάλλει περικοπές στις θέσεις παρκαρίσματος και απαγόρευση να ακούς προπληροφορική μουσική χωρίς ακουστικά. Οι φοιτητές εξεγείρονται. Ο αναρχικός καθηγητής Σιρχάν Παλαιόπουλος, παρά τα 142 χρόνια του και τα προβλήματα της τεχνητής καρδιάς του, πρωτοστατεί στην εξέγερση, στέλνοντας τρεις φοιτητές στην Earth για να έρθουν σε επαφή με τον μόνο άνθρωπο που μπορεί να τους βοηθήσει. Ζητά από τον παλιό του φίλο Ρικ, έναν λαθρέμπορο καπνού, να τους μεταφέρει από τον διαστημικό σταθμό στην Earth.

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται —εκτός από τα πολιτικά— και την εμμονή με τη νεότητα και την αθανασία: το όριο επιβίωσης σε αυτήν την κοινωνία έχει διπλασιαστεί, το να δείχνει κανείς νέος είναι σχεδόν υποχρεωτικό. Αλλά και τη γλυκιά ηδονή της εξουσίας· πόσο δύσκολο είναι να την αφήσεις, πόσο εύκολο να παρασυρθείς στη δίνη της. Τελικά, βέβαια, μας εξηγεί πως όλα όσα μας ταλανίζουν αφορούν μια καλή σεξουαλική φαντασίωση.

Διάβασα το «Οξφόρδη 7» σχεδόν απνευστί, το απόλαυσα, γέλασα, έκλαψα, το ρούφηξα. Και θα το σύστηνα ανεπιφύλακτα τόσο στους φαν τής Ε.Φ. όσο και σε αυτούς που θα ήθελαν να γίνουν.


                                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ
                                                

"Οξφόρδη 7", Πάμπλο Τουσέτ, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Opera, 2015, σελ.272








Υ.Γ. 42 Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο διαδικτυακό περιοδικό www.amagi.gr τον Αύγουστο του 2015

24/2/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 π.μ.) του Μαραμπού



Εκκλς 7. Σπίτι του Μπλουμ. 8 η ώρα το πρωί. Με τη μυρωδιά ενός τηγανιτού χοιρινού νεφρού μάς συστήνεται ο σπουδαιότερος ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου περισσότερο με τις ρινικές απολήξεις μας παρά με τα οπτικά μας νεύρα. Ο εβραίος, από πατέρα, ουγγρικής καταγωγής Λεοπόλδος Μπλουμ ετοιμάζει πρωινό στην κουζίνα του σπιτιού του, για την γυναίκα του Μόλλυ που χουζουρεύει ακόμα στο κρεβάτι αλλά και για τον ίδιο.




[...] Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πρότυπο αυτό ήταν ο Ετόρε Σμιτζ, του οποίου ο παππούς καταγόταν από την Ουγγαρία, είχε το ίδιο μουστάκι που ο Τζόυς έδωσε στον Μπλουμ και, ακριβώς όπως και ο Μπλουμ, είχε σύζυγο και θυγατέρα. (...) Ο Σμιτζ ήταν από πολλές απόψεις διαφορετικός από τον Μπλουμ. Είχε όμως παντρευτεί Χριστιανή, είχε αλλάξει το όνομά του (έστω και αν το είχε κάνει για λογοτεχνικούς λόγους), γνώριζε κάπως τα εβραϊκά έθιμα και είχε την φιλικά ειρωνική ματιά του Μπλουμ για τη ζωή. Ο Τζόυς δεν μπορούσε να υποφέρει τα εσωτερικά όργανα των βοοειδών και των πουλερικών, ενώ ο Σμιτζ, όπως και ο Μλουμ, τρελαινόταν γι' αυτά. Βέβαια ορισμένες απ' αυτές τις ομοιότητες είναι μικρές, αλλά ο Τζόυς είχε μάτι αράχνης.

Στην σύντομη εξόρμησή του προς το κοντινό κρεοπωλείο, συναντά εκεί και γλυκοκοιτάζει την υπηρέτρια του γειτονικού σπιτιού και εύχεται να επισπεύσει ο κρεοπώλης τις διαδικασίες ώστε να την ακολουθήσει στον δρόμο της επιστροφής. Ο κύριος Μπλουμ έδειξε γρήγορα. Για να προλάβει και να περπατήσει πίσω της, αν πήγαινε αργά, πίσω από τα κουνιστά καπούλια της. Ευχάριστο να βλέπει κανείς πρώτο πράγμα το πρωινό. Βιάσου να πάρει ο διάολος. Εδώ βλέπουμε τις πρώτες “άσωτες” σκέψεις  του Μπλουμ (οι οποίες στο επόμενο κεφάλαιο θα αποκτήσουν πιο σαφές και ξεκάθαρο “σώμα”) που έρχονται σε αντιπαράθεση με την αμέσως επόμενη σκηνή, μόλις επιστρέφει δηλαδή στο σπίτι και βρίσκει δύο γράμματα, ένα από την κόρη του Μίλλυ και ένα ακόμα που φέρει την αγενή (για τον άντρα περισσότερο, μιας παντρεμένης γυναίκας) ένδειξη στο φάκελο, “Κυρία Μάριον Μπλουμ”. Το κεντρί της ζήλιας τον τρυπά. Το χτυποκάρδι του έπεσε αμέσως. Θρασύς γραφικός χαρακτηρας. Κυρία Μάριον. Το γράμμα προς την Μόλλυ προέρχεται από τον Μπλέιζες Μπόυλαν, ερωτικό αντίζηλο του Μπλουμ, που φέρνει το πρόγραμμα μιας όπερας στην οποία η Μόλλυ θα τραγουδήσει.



Στο γράμμα της Μίλλυ και στις αντιδράσεις του Μπλουμ κατά την ανάγνωσή του βλέπουμε την αμφίδρομη σχέση αγάπης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους. Ο Μπλουμ παρουσιάζεται ως ένας τρυφερός και ανήσυχος πατέρας που βλέπει την έφηβη κόρη του να κάνει τα πρώτα μοναχικά της βήματα στη ζωή. Η Μίλλυ δουλεύει σε ένα φωτογραφείο στο Μάλλινγκαρ και ετοιμάζεται για ένα πικνικ με φίλους και έναν νεαρό σπουδαστή που γνώρισε, τον Μπάννον.

Ε, λοιπόν: αυτή ξέρει να προσέχει τον εαυτό της. Αλλά αν όχι; Όχι, τίποτα δεν συνέβη. Φυσικά θα μπορούσε. Περίμενε τέλος πάντων μέχρι να συμβεί. Ένα ακατέργαστο κομμάτι αγαθών. Τα λεπτοκαμωμένα πόδια της να ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Ωριμάζει τώρα. Ματαιόδοξη: πολύ.  


Πολύ νωρίς στο βιβλίο, ο Τζόυς προαναγγέλει την εμφάνιση της Μίλλυ, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, σε μια συζήτηση στην οποία συμμετέχει και ο Στέφανος.

- Ακόμη εκεί; Πήρα μια κάρτα από τον Μπάννον. Λέει ότι βρήκε ένα γλυκό νεαρό πλάσμα εκεί κάτω. Τη φωνάζει φωτοκόριτσο.

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι μια πρώτη γνωριμία των αναγνωστών με τον σύγχρονο Οδυσσέα. Περισσότερο υπαινίσσονται πράγματα και γεγονότα παρά λέγονται ευκρινώς.  Η Μόλλυ καθ' όλη τη διάρκεια του κεφαλαίου δεν φεύγει από το κρεβάτι της, παραπέμποντας νοερά στην ομηρική Καλυψώ και στο νησί της, από όπου εξουσίαζει τον Οδυσσέα. Ο Μπλουμ φαίνεται να είναι δέσμιος της “εξουσίας” της φέρνοντας της πρωινό στο κρεβάτι, ανοίγοντας τις κουρτίνες, ψάχνοντας και σηκώνοντας ένα πεταμένο βιβλίο από το πάτωμα από το οποίο θέλει να τον ρωτήσει για την “δυσνόητη” έννοια της λέξης “μετεμψύχωση”. Αν για να συγκροτήσει την εξωτερική εικόνα της Μόλλυ Μπλουμ ο Τζόυς αξιοποίησε ψήγματα από την κυρία Τσανς, τη σινιόρα Σάντος, τη σινιόρα Πόπερ και την κόρη του Ματ Ντίλον, για τον τρόπο σκέψης της το πρότυπο το είχε κατ' οίκον. Η Νόρα Τζόυς διέθετε ένα ανάλογο χάρισμα πυκνής, δηκτικής έκφρασης, κάτι που ενθουσίαζε τον Τζόυς όσο και τον Μπλουμ. Όπως και η Μόλλυ, δεν συμπαθούσε τη διανόηση· και ακριβώς όπως και η Μόλλυ ήταν προσκολλημένη στον άντρα της χωρίς να αισθάνεται δέος γι' αυτόν.  Όταν εκείνος της εξηγεί την έννοια της λέξης “μετεμψύχωση” εκείνη ξεσπά:

- Ω, διάβολε! είπε αυτή. Πες το μας με απλά λόγια.



Ο Οδυσσέας θεωρήθηκε βλάσφημο και άσεμνο βιβλίο στην εποχή του αλλά μιας και ο Τζόυς είχε αποφασίσει να φέρει στο φως κάθε κρυφή και ποταπή ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν είχε χρόνο να ακούει τις αντιτιθέμενες φωνές, ειδικά εκείνες που δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο. Όταν βάζει την Μόλλυ να λέει για ένα βιβλίο που μόλις έχει τελειώσει, Δεν είναι τίποτα άσεμνο σ' αυτό, είναι σαν να αποφαίνεται για την αθωότητα ολόκληρου του Οδυσσέα! Ο Μπλουμ κατουράει, αποπατεί, αυνανίζεται, καταβροχθίζει, μικρολογεί, κοκορεύεται, είναι δουλικός. Είναι λάγνος, δειλός, μηχανορράφος. Είναι όμως, επίσης, ευγενής, τολμηρός, γενναιόδωρος, αγαπά, είναι αξιοπρεπής. Τη μια στιγμή συλλογίζεται την αυτοκτονία του πατέρα του και τον θάνατο του μωρού αγοριού του και την άλλη κάνει σαν λιμασμένος για ένα κομμάτι τυρί ή “χαλβαδιάζει” τα πισινά μιας κοπέλας στον δρόμο. Αυτά μας λέει ο Ελευθέριος Ανευλαβής στην εισαγωγή του και ο Μπλουμ προς άμεση επιβεβαίωση, μας τραβολογάει στην τουαλέτα μαζί του, όπου νιώθουμε και μεις την ηδονή που προσφέρει το παρατεταμένο κράτημα ενός γεμάτου εντέρου πριν την εκκένωση. Όχι μεγάλη βιασύνη. Κράτα το λίγο. (...) Στα μισά, με την τελευταία αντίσταση να υποχωρεί, άφησε το έντερό του να αδειάσει αθόρυβα καθώς διάβαζε, διαβάζοντας ακόμη υπομονετικά, ενώ εκείνη η χθεσινή ελαφρά δυσκοιλιότητα είχε φύγει τελειώς. Θαρρείτε πως πια είναι απίθανο να διαβάσετε αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμά πάνω από μια αχνίζουσα λεκάνη; Συνέχισε το διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω από την ίδια του τη μυρωδιά που ανέβαινε. Το γεγονός ότι σκουπίζεται με την εφημερίδα που διαβάζει, είναι ένα πρώιμο εύγλωττο σχόλιο για όσα θα ακολουθήσουν στο κεφάλαιο “Αίολος”!


Η εβραϊκότητα του Μπλουμ υπερτονίζεται όσο εκείνος βρίσκεται στο μαγαζί του εβραίου κρεοπώλη Ντλούγκατζ και παρατηρεί τυχαία μια εφημερίδα που προορίζεται για τύλιγμα των κρεάτων, πάνω στην οποία διαβάζει μια διαφήμιση για μια πρότυπη φάρμα στην παραλίμνια περιοχή της Τιβεριάδας. Αφήνεται σε μια ονειροπόληση γεμάτη βουκολικές και νοσταλγικές αναμνήσεις ενός χαμένου Παράδεισου για να καταλήξει σε μια αντίστροφη πορεία (απαλείφοντας το Καθαρτήριο) στην τωρινή Κόλαση.

Ο παλιότερος λαός. Περιπλανήθηκε πολύ μακριά σ' όλη τη γη, αιχμαλωσία στην αιχμαλωσία, πολλαπλασιαζόμενος, θνήσκων, γεννοβολώντας παντού. Κείτεται εδώ τώρα. Τώρα δεν θα μπορούσε να αποδώσει άλλο πια. Νεκρός: μιας γριάς γυναίκας: το γκρίζο ζαρωμένο μουνί του κόσμου. Αφανισμός.

Το κεφάλαιο “Καλυψώ” είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στα θέματα και στα μοτίβα που θα αξιοποιήσει ο Τζόυς για την σκιαγράφηση του “καθημερινού” του ήρωα. Θέλοντας να μας καλοπιάσει, ο Τζόυς χρησιμοποιεί μια στρωτή γραφή και μια πλοκή που μεγαλώνει την αγωνία μας για την συνέχεια. Μην επαναπαύεστε όμως, οι Λωτοφάγοι που ακολουθούν, ενδεχομένως να σας κάνουν να τα ξεχάσετε όλα! 



                                                                                         Μαραμπού


"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098





22/2/16

«Υποταγή», Michel Houellebecq



Είναι πολλές οι αιτιάσεις για τον Μισέλ Ουελμπέκ- τουλάχιστον στην Γαλλία. Μισογύνης, σεξιστής, ισλαμόφοβος, κακός πολίτης που δεν πληρώνει φόρους. Καμία από αυτές δεν έχει πραγματικά να κάνει με το γράψιμό του. Γιατί σε αυτό είναι απλά άπιαστος. 

Στην "Υποταγή" πρωταγωνιστεί ένας καθηγητής φιλολογίας στο Παρίσι-Σορβόννη με ειδικότητα στον Ουισμάνς. Ένας άντρας μετά την πρώτη νιότη, που νιώθει πως το βασικό του ερευνητικό έργο έχει ολοκληρωθεί χρόνια πριν, μισεί την μία μέρα που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, τρώει έτοιμα γεύματα μικροκυμάτων ενώ είναι απίστευτα καλοφαγάς, ξυπνάει με πόνους κι έχει υπαρξιακές αγωνίες αν θα του σηκωθεί και την επόμενη φορά- γιατί κάθε χρόνο μαζί με την ακαδημαϊκή χρονιά λήγει και την σχέση του με την εκάστοτε πρωτοετή φοιτητριούλα. Είναι ένας άνθρωπος με μηδαμινό ενδιαφέρον για τα πολιτικά. Αλλά στην Γαλλία του 2022 είναι αδύνατο να παραμείνεις αμέτοχος εντελώς. 

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα έχει γιγαντωθεί και στην αντιπαράθεση στις εκλογές με την Μαρίν Λεπέν, ο χαρισματικός πρόεδρός της, Μοχάμεντ Μπεν Αμπές, βγαίνει νικητής. Αμέσως οι αλλαγές είναι αισθητές: στο ντύσιμο των γυναικών, στα σχολεία, στην πολυγαμία και φυσικά στα Πανεπιστήμια. Την Σορβόννη την ελέγχει πια ο χορηγός Σαουδάραβας πρίγκηπας και του ήρωα του ζητείται να παραιτηθεί λαμβάνοντας μια παχυλή σύνταξη. Τι θα γίνει όμως όταν ο πρύτανης θα τον προσεγγίσει και θα του ζητήσει να γυρίσει; Θα δεχτεί να γίνει μουσουλμάνος και να έχει τέσσερεις γυναίκες; Να αποδεχτεί πως ο χαρισματικός Αμπες πάει να στήσει μια νέα Ισλαμική Αυτοκρατορία στα πρότυπα της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής;

Το μυθιστόρημα κινείται σε δύο μεγάλα πλαίσια. Το πρώτο είναι το προσωπικό. Ο ήρωας του Ουελμπέκ γερνάει, έχει θέματα με την ματαιότητα της ζωής, την πτώση της σεξουαλικότητας, την μοναξιά του, τον καταναλωτισμό, την επιστήμη του, το σώμα του που τον εγκαταλείπει μαζί με την ικανότητα να ερωτευτεί ξανά. Το φόντο είναι πολιτικό. Η επιστροφή της θρησκειολαγνείας – η επιλογή του ισλάμ γίνεται στρατηγικά γιατί αυτή η θρησκεία είναι τώρα σε άνθηση ενώ ο καθολικισμός σε παρακμή, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύουν όλα και για μια Καθολική Αδελφότητα. Η ηθική, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο με λίγα λόγια. 

Ο Ουελμπέκ είναι βλάσφημος. Πάντα ήταν. Όμως είναι και μαέστρος της γραφής από τους λίγους. Κυνικός, αδυσώπητος με τους ήρωες του και κατ' επέκταση με τους ανθρώπους. Είτε τον λατρεύεις, είτε τον μισείς. Είναι μόλις το δεύτερό του βιβλίο που διαβάζω, και τείνω να πιστέψω πως ανήκω αμετανόητα στην πρώτη κατηγορία. 



                                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ





«Υποταγή», Μισέλ Ουελμπέκ, μετ. Λίνα Σιπητάνου, εκδ. Εστία, 2015, σελ. 308












Υ.Γ. 42 Υπολογίζω το 2016 να είναι έτος Ουελμπεκιάδας, να καλύψω τα κενά. Θα με ανεχτείτε. 


19/2/16

«Νόμος περί τέκνων», Ian McEwan






Έπειτα από μια μάλλον απογοητευτική συγγραφικά περίοδο, ο Ίαν ΜακΓιούαν γράφει ξανά ένα καλό μυθιστόρημα. Μετά το βιβλίο της απομάγευσης- «Σόλαρ»- και το μάλλον άγευστο- «Επιχείρηση Ζάχαρη- το «Νόμος περί τέκνων» επανέφερε την πίστη μου. Ο ΜακΓιούαν στο καινούργιο μυθιστόρημα δεν εγκαταλείπει τους παλιούς τρόπους- οι ήρωες του είναι άνθρωποι της ανώτερης μεσαίας τάξης κι έχουν προβλήματα καθημερινά- αλλά εδώ η συνταγή είναι επιτυχημένη

Η Φιόνα Μέι είναι μια πενηνταεννιάχρονη δικαστίνα, που ασχολείται κυρίως με υποθέσεις του Οικογενειακού Δικαίου. Καθημερινά πρέπει να πάρει αποφάσεις για επίπονα διαζύγια, παιδιά που απήχθησαν από τους γονείς, ως και στον διαχωρισμό σιαμαίων υποδεικνύει ποιο θα ζήσει και ποιο θα πεθάνει. Η δουλειά της απορροφά όλη της την ενέργεια, μιας και δεν έχει δικά της παιδιά, και απολαμβάνει την επιτυχία της. 

Τα πράγματα ανατρέπονται όταν ο εξηντάχρονος σύζυγός της, ο Τζακ, της ζητά να του επιτρέψει να συνάψει σχέσεις με μια τριαντάχρονη, την Μέλανι, χωρίς όμως να απομακρυνθεί από την οικογενειακή εστία. Να γυρίσει με λίγα λόγια στον γάμο δίχως συνέπειες, ενώ θα έχει ζήσει την φλόγα του τελευταίου έρωτα. Η ρουτίνα της Μέι διαταράσσεται, του αρνείται την «διευκόλυνση», οι σταθερές της χάνονται, δεν έχει κανέναν να την στηρίξει. Και εν μέσω αυτής της κρίσης εμφανίζεται και μία πολύ σοβαρή υπόθεση, ο 17χρονος μάρτυρας του Ιεχωβά Άνταμ αρνείται να μεταγγιστεί κι έτσι αντιμετωπίζει έναν φριχτό αργό θάνατο από λευχαιμία. Είναι στο χέρι του δικαστηρίου να αποφασίσει αν θα τον αναγκάσει να δεχτεί την θεραπεία. 

Δυο πολύ βασικά θέματα θίγονται, ο γάμος, ο έρωτας, η οικογένεια, η συζυγική πίστη από την μία κι από την άλλη οι θρησκευτικές πεποιθήσεις έναντι στον ορθό λόγο. Με το δεύτερο ζήτημα, ο άθεος και ορθολογιστής ΜακΓιούαν ξεμπερδεύει σχετικά εύκολα, με το πρώτο τα πράγματα περιπλέκονται. Το τελευταίο σκίρτημα του έρωτα πριν τον θάνατο, διεκδικεί ο Τζακ. Το δικαίωμα σε ήσυχα γηρατειά για τα οποία μόχθησε καιρό βάζοντας καθημερινά ένα λιθαράκι στην σχέση, διατρανώνει η Φιόνα. Οι γονείς του Άνταμ αιτούνται να αφήσουν το παιδί τους να πεθάνει, παρόλο που κάτι τέτοιο θα τους ξεσκίσει την καρδιά. Κι ο έφηβος Άνταμ, με όλη την ορμή και την ξεροκεφαλιά της ηλικίας του, αντιπροσωπεύει για την Φιόνα τόσο την μαγεία του έρωτα, όσο και μια λύση για την ατεκνία που την βασανίζει. Το ερώτημα είναι, όταν της δοθεί η ευκαιρία να καλύψει τις ανάγκες της, θα το κάνει;

Η στρωτή, κοφτή γραφή του ΜακΓιούαν ταιριάζει γάντι στην ιστορία. Ο τρόπος που έχει να δημιουργεί αληθινούς χαρακτήρες, βοηθά στην ταύτιση και κάνει το μυθιστόρημα απολαυστικό. Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη και τίποτα δεν μοιάζει να περισσεύει. Δεν είναι βέβαια ο «Νόμος περί τέκνων» ένα εντυπωσιακό κείμενο όπως η «Εξιλέωση» ή η «Έμμονη αγάπη», ούτε αγγίζει τα επίπεδα ενσυναίσθησης στα «Μαύρα σκυλιά». Είναι όμως μια δυνατή επιστροφή ενός συγγραφέα που με είχε απογοητεύσει με τα δυο τελευταία του βιβλία κι αποδεικνύει με αυτό πως οι καλοί γραφιάδες δεν χάνονται, αλλά συνήθως ξαναβρίσκουν τον δρόμο· προς την δόξα. 



                                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ


«Νόμος περί τέκνων», Ίαν ΜακΓιούαν, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκης, 2015, σελ. 270

17/2/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (11 π.μ.) του Μαραμπού




Ο πρώτος αναγνωστικός σκόπελος που θα συναντήσετε και ίσως τσακίσει ολοκληρωτικά το καράβι της αυτοπεποίθησής σας, είναι το τρίτο κεφάλαιο. Δεν θα είναι ο μόνος αλλά αναμφίβολα είναι από τους πιο δύσκολους, έτσι αν καταφέρετε και τον περάσετε, από κει και πέρα θα πλεύσετε με ασφάλεια και άνεση, συνεπικουρούμενοι και από το θάρρος που θα σας χαρίσει η επιτυχής αντιμετώπιση της πρώτης λεκτικής τρικυμίας. Το πρώτο που μαθαίνει ένας αναγνώστης όταν πρωτακούει για τον Οδυσσέα είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με την (πρωτοεμφανιζόμενη;) τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Τώρα πια, λίγο πολύ, όλοι οι αναγνώστες έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική. Παρόλα αυτά, η χρήση της από την πένα του Τζόυς παραμένει εντυπωσιακή και αποπνέει τόσα χρόνια μετά, σχεδόν μια πρωτόγνωρη αίσθηση.

Πώς όμως ο Τζόυς εμπνεύστηκε αυτή την νέα τεχνική; Ο ίδιος αναγνωρίζει με θάρρος την πηγή και δεν σταματά να την επικαλείται σε όλη του την ζωή.

Καθ' οδόν, στο περίπτερο του σιδηροδρομικού σταθμού, αγόρασε ένα βιβλίο του Εντουάρ Ντιζαρντέν (Edouard Dujarden), που ήξερε ότι ήταν φίλος του Τζωρτζ Μουρ. Επρόκειτο για το Les Lauries sont coupes. Παρότι οι κριτικοί, πολύ αργότερα, θα εργαστούν φιλότιμα για να καταδείξουν ότι ο εσωτερικός μονόλογος στον Τζόυς είναι δάνειο από τον Φρόυντ, ο Τζόυς το θεωρούσε τιμή του να τονίζει ότι τον είχε πάρει από τον Ντιζαρντέν.

Ο Ρίτσαρντ Έλμαν αναφέρει σχετικά με αυτό το βιβλίο:

[...] Το μυθιστόρημα του Ντιζαρντέν ήταν ένας μονόλογος χωρίς καμιά παρέμβαση εκ μέρους του συγγραφέα. Η τεχνική χαρακτηρίζεται από μια σχετική αδεξιότητα, όταν ο ήρωας καλείται να περιγράψει εξωτερικές συνθήκες, οπότε ο Τζόυς αναγκάστηκε να την τροποποιήσει. Εκείνο πάντως που ήταν αδύνατο να μην προσελκύσει την προσοχή του ήταν η φιλοσοφική πράξη αυτοδημιουργίας στην οποία προβαίνει ο ήρωας του Ντιζαρντέν, όταν στην πρώτη σελίδα καλεί τον εαυτό του να υπάρξει και να αναδυθεί “κάτω από το χάος των φαινομένων”. Ως ενακτήρια θέση ο Ντιζαρντέν είχε μια φράση του Φίχτε: “Το εγώ θέτει εαυτόν και αντιτίθεται στο όχι εγώ”. Υποστήριζε επίσης ότι “η ζωή του πνεύματος ειναι μια συνεχής μίξη ποιητικού και πεζού λόγου”, άρα το μυθιστόρημα είναι μια αδιάκοπη εξισορρόπηση “ποιητικής ανάτασης και καθημερινότητας μιας οποιασδήποτε μέρας”.
 
Αυτή η ιδιότυπη σχέση και σύνδεση των δύο συγγραφέων συνεχίστηκε για χρόνια. Ο γηραιός Ντιζαρντέν ενθουσιάστηκε με την προσοχή και την αναγνώριση που δινόταν έστω και καθυστερημένα στον ίδιο και στο έργο του μετά από την παρέμβαση του Τζόυς, χαρίζοντάς του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ένα αντίτυπο του βιβλίου του – “Στον Τζέημς Τζους, δοξασμένο δάσκαλο, επιφανή δημιουργό, σ' αυτόν που είπε στον ήδη νεκρό και ενταφιασμένο: Λάζαρε, δεύρο έξω”. Ο Τζόυς με την σειρά του, χάρισε ένα αντίτυπο του Οδυσσέα – “Στον Εντουάρ Ντιζαρντέν, τον αγγελιαφόρο του εσωτερικού μονολόγου, τον αμετανόητο κήρυκα. Τζ.Τζ.”. Όταν επανεκδόθηκε το βιβλίο του Ντιζαρντέν, η αρχική αφιέρωση προς τον Ρακίνα άλλαξε και αφιερωνόταν πλεόν προς τον Τζέημς Τζόυς! Ο Τζόυς ανταπέδωσε προσφωνώντας στα γράμματά του τον Ντιζαρντέν ως “Maitre” και χαρακτηρίζοντας το Lauries ως “αειθαλές”. Βεβαίως είχε επίγνωση ότι η “ανταπόδοση είναι πολύ πιο γενναιόδωρη από την προσφορά”. Η μέθοδος του monologue interieur απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία μόνον επειδή ο Τζόυς διείδε πώς μπουρούσε να την αξιοποιήσει.

Πριν περάσουμε σε μερικά από τα γεγονότα του κεφαλαίου, καλό είναι να θυμηθούμε ότι ο Οδυσσέας εκτός από τα πολύσημα γεγονότα που εξιστορεί και τις ερμηνείες που απαιτεί από τον αναγνώστη, είναι επίσης και μια οδύσσεια της γραφής (κατά την γνώμη μου, είναι κυρίως αυτό), άρα θα πρέπει να αφεθούμε να παρασυρθούμε από τις λογοτεχνικές αρετές του δημιουργού του και να μην στεκόμαστε μόνο σε όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Η λογοτεχνία μπορεί να γίνει εξίσου ελκυστική ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνεις πολλά. Και η αλήθεια είναι ότι στο τρίτο κεφάλαιο δεν καταλαβαίνεις πολλά! Ο Στέφανος κάνει ένα περίπατο στην παραλία. Η εξωτερική δράση είναι ελαχιστότατη, οι μπότες του Στέφανου που βυθίζονται στα χαλίκια, ένα ζευγάρι που πλατσουρίζει στην ακτή, ο σκύλος τους που τριγυρίζει χαρούμενος και ένα κουφάρι σκύλου που σαπίζει στην παραλία. Όλα τα άλλα ξεδιπλώνονται μέσα στο κεφάλι του Στέφανου – ο οποίος, μην ξεχνάτε, είναι η ενσάρκωση του νεαρού καλλιτέχνη, ένα μυαλό ευφυές, πολυπρισματικό και δαιδαλώδες, ένας άνθρωπος με όργη μέσα του, σάπιες ελπίδες και κρυφές πληγές.



Σε ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου ο Στέφανος σκέφτεται με γαλλικές φράσεις. Ο Τζόυς αναπολεί το πρώτο του σύντομο ταξίδι στο Παρίσι το 1902 με σκοπό να σπουδάσει Ιατρική, μια προσπάθεια που στιγματίστηκε από πείνα, εξαθλίωση και ματαίωση ελπίδων,  

Με το ταχυδρομικό έμβασμα της μητέρας, οχτώ σελίνια, η πόρτα του ταχυδρομείου κλεισμένη με πάταγο στα μούτρα σου απ' τον  θυρωρό. Λιμασμένος πονόδοντος.

...για να λήξει άδοξα (αλλά προς δόξαν της λογοτεχνίας) η ενασχολησή του με την επιστήμη της Ιατρικής, με την εσπευσμένη επιστροφή του στην Ιρλανδία.

- Μητέρα πεθαίνει γύρνα σπίτι πατέρας.

Λίγες φευγαλέες αναφορές στην σύντομη διαμονή του Τζόυς γίνονται και στα δυο πρώτα κεφάλαια. Εδώ στο τρίτο, ο Στέφανος ανακαλεί τα λόγια του Μπακ Μάλλιγκαν που τον κορόιδευε για το καλλιτεχνικό του καπέλο αλλά τον προέτρεπε κιόλας να σφυρυλατήσει την ψυχή του. Το Καρτιέ Λατέν καπέλο μου. Θεέ, απλά πρέπει να ντύσουμε τον χαρακτήρα. Επίσης, φέρνει στο μυαλό του την χθεσινή δύσκολη νύχτα και επισημοποιεί την απόφασή του να μην ξαναγυρίσει στον πύργο, επιβεβαιώνοντας στον εαυτό του την έναρξη της  καλλιτεχνικής του εξορίας. Δεν θα κοιμηθώ εκεί όταν έρθει αυτή η νύχτα. Μια κλειστή πόρτα ενός σιωπηλού πύργου που ενταφιάζει τα τυφλά τους σώματα. Ο πανθηραφέντης και το κυνηγόσκυλό του.




Δύο από τις βασικές φοβίες του Τζόυς που τον κατέτρυχαν σε όλη του την ζωή ήταν οι καταιγίδες και οι σκύλοι. Και οι δύο φοβίες υπαινίσσονται ή παρουσιάζονται ευκρινώς σε αυτό το κεφάλαιο. Έλα. Διψάω. Συννεφιάζει τριγύρω. Πουθενά μαύρα σύννεφα, έχει; Καταιγίδα. Η φοβία για τους σκύλους και το απειλητικό ενδεχόμενο ενός δαγκώματος, παρουσιάζεται με έναν τρόπο που αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες.

Ένα σημάδι, ζωντανός σκύλος, εμφανίστηκε τρέχοντας κατά μήκος της πλατιάς αμμουδιάς. Θεέ, θα μου επιτεθεί; Σεβάσου την ελευθερία του. Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους. Έχω το μπαστούνι μου. Κάτσε ακίνητος.

Η φράση “Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους” φανερώνει την διάθεση να απομονωθεί καλλιτεχνικά και να ακολουθήσει την δική του πορεία και σε συνάρτηση με την φράση “Έχω το μπαστούνι μου” δείχνει τα όπλα με τα οποία θα διεκδικήσει την ελευθερία του! Αμέσως, το μπαστούνι παίρνει στα μάτια του αναγνώστη την μορφή της πένας και κατ' επέκταση της γραφής, η οποία θα τον προστατεύσει και θα τον ολοκληρώσει. Αυτό συνάγεται και από μια επόμενη σκηνή όπου ο Στέφανος κόβει ένα λευκό κομμάτι από το άρθρο που του είχε δώσει ο κ. Ντήζυ και ακουμπώντας πάνω σε έναν βράχο, γράφει τις σκέψεις του.



Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται πάμπολλα παραποιημένα γεγονότα από την πραγματική ζωή του Τζόυς (όπως είναι ο πνιγμένος στο ποταμό Λίφφυ και η προσπάθεια ανάσυρσής του), σκέψεις για την Ιρλανδία και την ανεξαρτησία της, αναφορές σε συγγραφείς και αισθητικές θεωρίες, ενοχικές σκέψεις για την συμπεριφορά του προς την μητέρα του και τους λοιπούς συγγενείς – δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ο χώρος ούτε ο τρόπος για να αναλυθούν περαιτέρω σε αυτή την ανάρτηση.

Ίσως θα έπρεπε να σταθούμε λίγο περισσότερο στην φράση: Η αγάπη του Γουάιλντ που δεν τολμά να πει το όνομά της. Τώρα θα με εγκαταλείψει. Και το φταίξιμο; Τέτοιος που είμαι. Τέτοιος που είμαι. Όλα ή τίποτα. Σύμφωνα με τον μεταφραστή, εδώ γίνεται αναφορά στο θεατρικό έργο του Ίψεν “Μπραντ”, όπου ο ήρωας έχει ως σλόγκαν το “όλα ή τίποτα”. Ο Μπραντ αρνείται να επισκεφτεί και να δώσει συγχώρεση στην θνήσκουσα μητέρα του και αυτό οδηγεί στο θάνατο πρώτα του γιου του και μετά της γυναίκας του. Στο τέλος του έργου, καθώς μια χιονοστιβάδα παρασέρνει τον Μπραντ και αυτός λέει: “Απάντησέ μου, Θεέ, την ώρα του θανάτου. Φτάνει ένας κόκκος θέλησης, με όλη της τη δύναμη, να εξαγοράσει έναν κόκκο λύτρωσης;” μια φωνή απαντά “Ο Θεός είναι αγάπη”. Μια από τις πολλές φράσεις του Τζόυς που συναρπάζει με τις ανερμήνευτες δυνατότητές της και τις δυνατότητες ερμηνείας της!


Το τρίτο κεφάλαιο ενδεχομένως να ήταν ανυπόφορο αν γραφόταν από τα χέρια οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα, ο Τζόυς όμως καταφέρνει να το κάνει συναρπαστικό γιατί κατέχει απόλυτα τους κανόνες της γραφής και γιατί μπορεί να εξουσιάζει θαυμάσια τις εξαιρέσεις της. Θα κουραστείτε να το διαβάσετε αλλά θα θυμάστε για καιρό ότι διαβάσατε κάτι το εξαιρετικό. Όλα ή τίποτα. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να λειτουργεί και έτσι. Ορίστε λοιπόν, τα καταφέρατε μια χαρά. Το καράβι σας πέρασε αλώβητο από τον τυφώνα και ξαναβρήκε την νηνεμία. Σας αξίζει μια επιβράβευση. Απεκδυθείτε τις προκαταλήψεις και τους φόβους σας και ρίξτε μια χαλαρωτική βουτιά. Μπλουμ! 




                                       Μαραμπού 


"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098

15/2/16

"Βιβλίο", José Luís Peixoto



Ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο είναι γεννημένος το 1974. Όμως τα μυθιστορήματά του μοιάζουν γραμμένα χρόνια πριν, από ολοκληρωμένους γραφιάδες, συγγραφείς που έχουν την φωνή τους και μπορούν να σε μαγέψουν. Ε, αν αυτό δεν είναι υπέροχο, τότε τι είναι. Το «Βιβλίο», το δεύτερο βιβλίο του που μεταφράζεται στα ελληνικά- το πρώτο, το «Νεκροταφείο πιάνων» είναι από καιρό εξαντλημένο- το διάβασα είναι one-sitting. Κι όχι, αυτό δεν μου συμβαίνει συχνά για βιβλία 300 σελίδων. 

Αυτό που ξεχωρίζει τον Πεϊσότο είναι η στιβαρότητα της γραφής, ο τρόπος που τίποτα δεν σε ξενίζει, η λυρικότητα που δεν ξεπέφτει στο μελό, οι χαρακτήρες με τους οποίους νιώθεις ταύτιση όσο μακρινοί κι αν είναι. 

Σε ένα χωριό της Πορτογαλίας του '60, μια μητέρα αφήνει το μικρό της αγοράκι, τον Ιλίντιο, μόνο δίπλα σε ένα συντριβάνι με ένα βιβλίο στο χέρι και του ζητά να μην κουνήσει αν δεν έρθει να τον πάρει. Τελικά, μια ολόκληρη μέρα περνά κι η μητέρα δεν έρχεται. Έρχεται όμως ο χτίστης Ζοζουέ, κι αυτός αναλαμβάνει τελικά τον Ιλίντιο. Ο μικρός μεγαλώνει χωρίς μητέρα και χωρίς να την ψάχνει, ώσπου θα ερωτευτεί την Αντελαΐντε, μια κοπέλα που ήρθε στο χωριό ως υπηρέτρια της γριάς Λουμπέλiα. Ο έρωτας τους πέφτει στο εμπόδιο της γριάς, κι οι δυο μεταναστεύουν στην Γαλλία. Στο δεύτερο και πολύ μικρότερο μέρος του βιβλίου, ο γιος της Αντελαΐντε, «Βιβλίο»- Livro, μας διηγείται πώς πήρε την μητέρα του από το Παρίσι και γύρισαν ξανά στην Πορτογαλία. 

Το θέμα του συγγραφέα είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας, αλλά όχι μόνο αυτό, θα ήταν κάπως τετριμμένο. Είναι οι ματαιωμένες ζωές, η μετανάστευση, οι κοινωνίες που αλλάζουν με τα χρόνια. Μέσα από τους ήρωες του κατορθώνει να στήσει μια ολόκληρη εποχή, τόσο στο αστικό περιβάλλον τους Παρισιού, όσο και στην επαρχία της Πορτογαλίας. Και φυσικά τον απασχολεί και η βιβλιοφιλία. Το "Βιβλίο" είναι γεμάτο βιβλιοφιλικές αναφορές, ένα βιβλίο συνδέει τους ανθρώπους του μες στα χρόνια, ενώ ο κεντρικός ήρωας του δεύτερου μέρους ονομάζεται: "Βιβλίο".


Κατέληξα με αυτό το μυθιστόρημα πως ο Πεϊσότο θα έχει πάντα θέση στην καρδιά και στην βιβλιοθήκη μου. Με το πρώτο ήμουν ενθουσιασμένη – ακόμα το θεωρώ καλύτερο - αλλά πια με το δεύτερο η πεποίθηση εδραιώθηκε. Πρόκειται για έναν σπουδαίο συγγραφέα που θα παρακολουθώ στο μέλλον.

                                                                                       Κατερίνα Μαλακατέ


"Βιβλίο", Χοσέ Λουίς  Πεϊσότο, μετ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 294


14/2/16

Αφιέρωμα στην λογοτεχνία, τις σχέσεις και τον έρωτα. Σήμερα στις 6μ.μ. στον Amagiradio





Κλήρωση! Και εκπομπή βεβαίως. Σήμερα στις 6μ.μ. live στο Διαβάζοντας@amagi μαζί με την ψυχολόγο Souzana Papafagou θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μια αλλιώτικη εκπομπή για τις σχέσεις και τον έρωτα, ανάμεσα στην ψυχολογία και την λογοτεχνία.
Θα κληρώσουμε:
2 "Ανεμοδαρμένα ύψη", Έμιλυ Μπροντέ, μετ. Βασιλική Κόκκινου
2 "Λογική κι ευαισθησία", Τζέιν Όστεν, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου 
όλα ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ.
Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και σχολιάστε ή κοινοποιήστε το ποστ στο fb ή σχολιάστε κάτω από αυτή την ανάρτηση.
Ανήμερα του πιο εμπορικού αγίου, 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr - τον πιο σεξουαλικά πολιτιστικό σταθμό της πόλης.

Εδώ ακούτε την εξαιρετική εκπομπή της προηγούμενης εβδομάδας. Καλεσμένος μας ο μεταφραστής Γιώργος Κυριαζής:







11/2/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (10 π.μ.) του Μαραμπού



 Ο αναγνώστης που διαβάζει τον τζοϋσικό Οδυσσέα μοιραία θα αναζητήσει τις συνδέσεις με τον ομηρικό. Αυτή η τάση ενισχύεται και από τα ονόματα των κεφαλαίων, τα οποία είχε κατά νου ο Τζόυς όταν έγραφε τον Οδυσσέα αλλά δεν ήθελε να εμφανίζονται στην τελική έκδοση. Ο Ελευθέριος Ανευλαβής αναφέρει σχετικά στην εισαγωγή του: το πόσο θεμιτοί είναι αυτοί οι ομηρικοί παραλληλισμοί και το κατά πόσον υπονομεύουν ή διαστρέφουν το ομηρικό έπος, είναι θέμα της περιπέτειας του νεωτερικού Οδυσσέα του Τζόυς και των ερμηνειών που απαιτεί αυτό το έργο. Αν μιλάει για κάτι αυτό το έργο, είναι η ανθρώπινη εμμονή και ανάγκη για ερμηνεία και νόημα. Και έχει τόσες ερμηνείες και τόσα νοήματα όσοι είναι και οι αναγνώστες του. Μερικοί παραλληλισμοί αναδεικνύονται από τον μεταφραστή, κάποιοι άλλοι παραείναι εμφανείς και μερικοί πλάθονται από το ίδιο μας το μυαλό. 

Όσοι θυμόμαστε αμυδρά την Οδύσσεια από το σχολείο, ξέρουμε ότι ο Νέστωρ ήταν ο σοφός γέρος που προσπαθούσε να συμβουλέψει τον Τηλέμαχο και να του δώσει πληροφορίες για τον πατέρα του. Στο ομότιτλο δέυτερο κεφάλαιο του Οδυσσέα, ο Νέστωρ παρωδείται ανελέητα από τον Τζόυς παρουσιαζόμενος ως συντηρητικός, γελοίος και αντισημίτης, που δεν μπορεί να συγχρονιστεί με τον νέο κόσμο που ξεπροβάλλει. Το ίδιο δωμάτιο και η ίδια ώρα, η ίδια γνώση· και εγώ ο ίδιος. Τρεις φορές τώρα. Τρεις θηλιές τριγύρω μου εδώ. Εντάξει. Μπορώ να τις σπάσω αυτή τη στιγμή, αν θέλω. Αυτά σκέφτεται ο Στέφανος καθώς ακούει τον Νέστορα να του αραδιάζει τις κοινοτοπίες του.


 Το κεφάλαιο ξεκινάει με τον Στέφανο στην τάξη να διδάσκει ιστορία, αυτόν τον εφιάλτη από τον οποίον προσπαθεί να ξυπνήσει! Αργότερα πηγαίνει στο γραφείο του κ. Ντήζυ (Νέστωρ) για να πληρωθεί τον μισθό του – ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, 2 ώρες πριν σύμφωνα με τον τζοϋσικό χρόνο, ο Μπακ Μάλλιγκαν τον ρωτούσε πότε θα πληρωθεί. 

- Απ'το σχολικό οικοτροφείο; είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν. Πόσα; Τέσσερις λίρες; Δάνεισέ μας μία. 

Η συζήτηση περνάει από κοινότοπα θέματα όπως είναι οι συμβουλές αποταμίευσης προς τον Στέφανο, σε πιο φλέγοντα ζητήματα όπως είναι η ιστορία της Ιρλανδίας και η προσπάθεια ανεξαρτησίας της. Μέσα σε δύο εκπληκτικές σελίδες (όπου είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητες, οι σημειώσεις) ο Τζόυς συμπυκνώνει 100 χρόνια ιστορίας. Βασικά, όλο το δεύτερο κεφάλαιο αφορά στην ιστορία. Ο κ.Ντήζυ, αδιάλλακτος και ανιστόρητος, προσπαθεί να φέρει την ιστορία στα μέτρα του απαριθμώντας λόγια και πράξεις που βρίθουν ιστορικών ανακριβειών, με τον Στέφανο να ακούει απαθής αλλά και κατασταλαγμένος μέσα του, καθότι γι' αυτόν η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας εφιάλτης που κατατρύχει το παρόν και το μέλλον του. 

- Έχω επαναστατικό αίμα μέσα μου και εγώ, είπε ο κ. Ντήζυ. Από τη μεριά της μάνας μου. Αλλά κατάγομαι από τον σερ Τζων Μπλάκγουντ, που ψήφισε υπέρ της ενώσεως. Όλοι μας είμαστε Ιρλανδοί, όλοι γιοι βασιλιάδων. 
- Αλίμονο, είπε ο Στέφανος.

 Ο κ. Ντήζυ παραποιεί ανερυθρίαστα την ιστορία προς όφελός του. Ο μεταφραστής μάς πληροφορεί ότι τον Τζων Μπλάκγουντ προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν να ψηφίσει υπέρ της ενώσεως, αλλά αρνήθηκε και πέθανε καθώς έβαζε τις μπότες του να πάει στο Δουβλίνο για να ψηφίσει εναντίον. Λίγο παρακάτω εμφανίζεται ένας άλλος Μπλάκγουντ (ο Χένρι Μπλάκγουντ Πράις) ξάδελφος του κ. Ντήζυ ο οποίος γνωρίζει την θεραπεία για τον αφθώδη πυρετό που αποδεκατίζει τα βοοειδή εκείνη την εποχή στην Ιρλανδία και ενημερώνει τον κ. Ντήζυ με σκοπό εκείνος να στείλει ένα γράμμα στις εφημερίδες. Το περιστατικό αυτό αντλείται σχεδόν αυτούσιο από την ζωή του Τζόυς και μας γνωστοποιείται εκτενώς από τον Ρίτσαρντ Έλμαν. 

Πριν από την αναχώρηση του Τζόυς από την Τεργέστη, ένας φίλος του, ο Χένρι Ν. Μπλάκγουντ... τον παρακάλεσε να βρει την διεύθυνση του βουλευτή Γουίλιαμ Φήλντ, κρεοπώλη του Μπλακρόκ και προέδρου της Ένωσης Εμπόρων Ιρλανδικών Βοοειδών. Ο Πράις είχε ακούσει στην Αυστρία ότι υπήρχε θεραπεία για τον αφθώδη πυρετό, που εκείνη την εποχή έκανε τέτοια θραύση στην Ιρλανδία ώστε η Αγγλία είχε επιβάλει εμπάργκο στα ιρλανδικά βοοειδή. Έτσι λοιπόν δεν άφηνε τον Τζόυς σε ησυχία από την Τεργέστη: “Δραστηροποιήσου λίγο. Βγες από αυτή τη ληθαργική σου κατάσταση. (...) Μην λησμονείς ότι ο σερ Τζων Μπλάκγουντ πέθανε την στιγμή που φορούσε τις μπότες του για να πάει στο Δουβλίνο να ψηφίσει κατά της Ένωσης. Αν γράψεις γι' αυτό, το όνομά σου θα γραφτεί με χρυσά γράμματα”.

 Πράγματι ο Τζόυς διαβίβασε αυτήν την επιστολή στον βουλευτή Φηλντ (μάλιστα βάζει τον κ. Ντήζυ να λέει, Έγραψα χθες στον κύριο Φηλντ, τον βουλευτή) και εκείνος την δημοσίευσε στην εφημερίδα. Ο Στέφανος παίρνει την επιστολή που έγραψε ο κ. Ντήζυ και δεσμεύεται να την προωθήσει σε μια-δυο εφημερίδες, κάτι που θα δούμε να συμβαίνει στο κεφάλαιο “Αίολος” που είναι αφιερωμένο στον Τύπο.

 Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του δεύτερου κεφαλαίου είναι ο αντισημιτισμός που αναδύεται μέσα από τα λόγια του κ. Ντήζυ. Ξεκινάει αναφέροντας την αιτία της σήψης της Αγγλίας,

 - Σημείωσε τα λόγια μου, κύριε Δαίδαλε, είπε. Η Αγγλία είναι στα χέρια των εβραίων. (...) Σίγουρα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, οι εβραίοι έμποροι έχουν αρχίσει ήδη το έργο της καταστροφής. Η γηραιά Αγγλία πεθαίνει. 

...για να καταλήξει ενθουσιωδώς σε ένα πατριωτικό παραλήρημα. 

- Απλά, ήθελα να πω, είπε. Λένε ότι η Ιρλανδία έχει την τιμή να είναι η μόνη χώρα που ποτέ δεν καταδίωξε τους εβραίους. Το ξέρατε αυτό; Όχι. Και ξέρετε γιατί; Συνοφρυώθηκε βλοσυρά στον λαμπρό αέρα. - Γιατί, κύριε; ρώτησε ο Στέφανος αρχίζοντας ένα χαμόγελο. - Γιατί ποτέ δεν τους άφησε να μπουν στη χώρα, είπε επίσημα ο κ. Ντήζυ. 

Φυσικα δεν υπάρχει καμία ιστορική πηγή που να επιβεβαιώνει την “αλήθεια” του κ. Ντήζυ! Αυτό το εξαιρετικό κλείσιμο του κεφαλαίου από τον Τζόυς, προαναγγέλει τον ερχομό του Μπλουμ που θα εμφανιστεί σε δύο κεφάλαια και αναδεικνύει θαυμάσια ένα από τα βασικά μοτίβα του Οδυσσέα, την εβραϊκότητα του Μπλουμ, ενός σύγχρονου εξόριστου και περιπλανώμενου. 

Με το να κάνει τον Λέοπολντ Μπλουμ ήρωά του ο Τζόυς αναγνώριζε σιωπηρά αυτό στο οποίο συχνά αναφερόταν απερίφραστα, τη συμπάθειά του για τους Εβραίους, ενός λαού περιπλανώμενου και καταδιωκόμενου. «Ώρες ώρες σκέφτομαι» θα πει αργότερα στον Φράνκ Μπάτζεν, «ότι ήταν ηρωική θυσία από την πλευρά τους το ότι αρνήθηκαν να δεχτούν την χριστιανική αποκάλυψη. Κοίταξέ τους. Είναι καλύτεροι σύζυγοι απ' ό,τι εμείς, καλύτεροι πατέρες και καλύτεροι γιοι». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντίφαση να κάνει τον καλό του Δουβλινέζο Εβραίο και μάλιστα τόσο αδιάφορο σε όλους τους θρησκευτικούς τύπους ώστε να δοκιμάζει (χωρίς τελικά να δέχεται) τόσο τον Προτεσταντισμό όσο και τον Καθολικισμό, τον έθελγε με τις σατιρικές δυνατότητές της. 




Εκ πρώτης όψεως, το κεφάλαιο δείχνει αρκετά εύκολο και διασκεδαστικό με τις σκέψεις του Στέφανου να σαρκάζουν τις ανοησίες του κ.Ντήζυ. Σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως, αρχίζουμε να στεκόμαστε περισσότερο στις σκέψεις του Στέφανου για την ιστορία, προσπαθώντας να συλλάβουμε το όχι και τόσο εύκολο νόημά τους – κυρίως, στον χρόνο που περνάει στη διδακτική αίθουσα πριν συναντήσει τον κ. Ντήζυ, κάνουν την εμφανισή τους οι φιλοσοφικές και αισθητικές θεωρίες του Στέφανου με αναφορές στον Αριστοτέλη, στον Μπλέικ κ.α. Στα πρώτα του βιβλία (Στήβεν ο Ήρωας, Το πορτραίτο του καλλιτέχνη) οι αναφορές αυτές είναι περισσότερο προσωποκεντρικές, δηλώνεται ρητά η αγάπη του για τον Αριστοτέλη, τον Θωμά Ακινάτη, τον Ίψεν και λιγότερο για συγκεκριμένα κομμάτια των θεωριών τους. Στον Οδυσσέα όμως, ο Τζόυς συγκαλύπτει αυτές τις θεωρίες και τις ενσωματώνει εντέχνως στις σκέψεις των ηρώων του (κυρίως σε εκείνες του Στέφανου στα τρία πρώτα κεφάλαια) κάνοντας τους αναγνώστες να τις διαβάζουν γοητευμένοι ξανά και ξανά, θαυμάζοντας την ομορφιά των λέξεων και το κρυφτούλι των νοημάτων. 

Εάν ο Πύρρος δεν σκοτωνόταν από το χέρι μιας μέγαιρας στο Άργος ή ο Ιούλιος Καίσαρας δεν πέθαινε μαχαιρωμένος; Δεν μπορεί να τους ξεγράψουμε από το μυαλό μας. Ο χρόνος τούς έχει σφραγίσει και αλυσοδεμένοι φιλοξενούνται στο δωμάτιο των απείρων δυνατοτήτων που αυτοί έχουν αποκλείσει. Αλλά θα μπορούσε να είναι μια δυνατότητα βλέποντας ότι ποτέ δεν ήταν; Ή ήταν μόνο δυνατό αυτό που συνέβη; Ύφαινε, υφάντρα του ανέμου.


                                                                                            Μαραμπού


"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098

9/2/16

«Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου», Μαρία Ξυλούρη



Τον μαγικό ρεαλισμό επιχειρεί να μας συστήσει ξανά η Μαρία Ξυλούρη στο καινούριο της βιβλίο «Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου». Έναν μαγικό ρεαλισμό από εκείνους της παλαιάς κοπής με νησιά που μετακινούνται, χωριά που ολισθαίνουν, μέλια που γιατρεύουν τις πληγές, οικογένειες από την φτιαξιά των μυθικών. Όλη η δράση λαμβάνει χώρα στο Νιόφυτο, ένα χωριό που πέφτει από την λάσπη όλο και και πιο κοντά στην θάλασσα, όσο περισσότερο τουριστικό γίνεται. Ένα χωριό που μυρίζει έντονα Μάρκες και Μακόντο. 

Εκεί, παρακολουθούμε τρεις γενιές Ραγκουδαίων. Ο Λουκάς, δοσίλογος- το χωριό τον θυμάται πάντα ως τον κακό- έφυγε από το Νιόφυτο, έζησε πολλά χρόνια σε ένα νησί στην μέση του πουθενά που ολοένα αλλάζει θέση, και τον γύρισε στο χωριό ο γιος του. Όχι πριν του ακρωτηριάσει τέσσερα δάχτυλα για τα εγκλήματά του και του πάρει την πρωτοκαθεδρία στην οικογένεια. Ο γέρος σάπισε σε μια γωνιά, δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι, γιατί έπρεπε να πληρώσει. 

Όταν ο χαρισματικός εγγονός του, ο Αδαμαντιος, αρρώστησε, εμφανίστηκε η μαυρομπλέ γυναίκα, που απαίτησε όλους τους Ραγκουδαίους νεκρούς και τον Αδαμάντιο υγιή. Έτσι ο παππούς εκπλήρωσε τον ρόλο του και χάθηκε κι από την ιστορία. Γιατί αυτό είναι μόνο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, το δεύτερο και το τρίτο απλώνει, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες αποκτούν δική τους ζωή και το βιβλίο αποδυναμώνεται, σαν να βάζει το ίδιο τρικλοποδιά στον εαυτό του. Μοιάζει πια αντί για μυθιστόρημα να είναι συρραφή διηγημάτων. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες είναι εκπληκτικοί, όπως ας πούμε ο Κλοντ και η Μάγκι, οι δυο τουρίστες που γυρίζουν όλα αυτά τα χρόνια όλο ξανά στο Νιόφυτο ή ο Βετέξ, ο καφετζής που περνάει τα τραπέζια συνέχεια με ένα βέτεξ. Πάντως το κείμενο φαίνεται χαλαρό, σε κάποιες στιγμές σχεδόν σαν να ξεχνάει τον εαυτό του. 

Η γραφή της Μαρίας Ξυλούρη διαθέτει μεγάλες αρετές. Η Ξυλούρη έχει προσωπικό ύφος, ξέρει τις εμμονές και τις αναφορές της και τις χρησιμοποιεί πολύ γοητευτικά, η γλώσσα της είναι δουλεμένη ως το τελευταίο κόμμα, έχει την ικανότητα να στήνει χαρακτήρες με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς, και σκηνικά· το Νιόφυτο, όσο μαγικό κι αν είναι, είναι εξίσου και οικείο. Εδώ ίσως κάπου έχασε το νήμα της αφήγησης, εγκατέλειψε τον βασικό της ήρωα και πελαγοδρόμησε ανάμεσα στους άλλους, ή δοκίμασε κάτι που δεν πέτυχε απολύτως. Ένα καλό έχει αυτό, πιθανότατα ένα τέτοιο άπλωμα είναι υποθήκη για το μέλλον. Γιατί, ποιος άλλος από τους συγγραφείς της γενιάς μας εκτός από την Μαρία Ξυλούρη που κατάφερε τόσο μικρή να δαμάσει τα θεριά της μεγάλης φόρμας, έχει τα περισσότερα εφόδια για να γράψει κάποτε το «Μεγάλο Ελληνικό μυθιστόρημα»;

    

                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ



«Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου», Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Καλέντης, 2015, σελ. 289

7/2/16

Συνέντευξη του Γιώργου Κυριαζή για την "Πόλη στις φλόγες" σήμερα στις 6μ.μ. στον Amagiradio




Σήμερα στις 6-8 μ.μ. συντονιστείτε στον www.amagi.gr, καλεσμένος μας στο Διαβάζοντας θα είναι ο Giorgos Kyriazis. Θα μιλήσουμε για την "Πόλη στις φλόγες". 

Κληρώνουμε:
1 "Πόλη στις φλόγες", Γκ.Ρ. Χάλμπεργκ, μετ. Γιώργος Κυριαζής
2 "Το ηλεκτρικό πρόβατο" Φ.Κ. Ντικ, μετ.Δημήτρης Αρβανίτης
Όλα ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Κέδρος - Kedros Publishers
Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή σχολιάστε το ποστ στο φβ ή αφήστε σχόλιο κάτω από τούτη την ανάρτηση.


Η εκπομπή της περασμένης Κυριακής με καλεσμένη την Μαρία Κακαβούλια, επιμελήτρια της ολοκαίνουριας έκδοσης της "Κάδμως" της Μέλπως Αξιώτη είναι εδώ. Ακούστε την: